Σκέψεις και προτάσεις για την Συνέλευση Αναρχικών για την Κοινωνική Αυτοδιεύθυνση

(Οκτώβριος 2010)

Κείμενο που μοιράστηκε στη Συνέλευση Αναρχικών για την Κοινωνική Αυτοδιεύθυνση

«Κανένας αγώνας δεν μπορεί να στεφθεί με επιτυχία αν δεν προσφέρει στον εαυτό του μια ξεκάθαρη και σαφή διατύπωση του σκοπού του.
Καμιά καταστροφή της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων δεν είναι δυνατή αν κατά το χρόνο της ανατροπής ή του αγώνα που οδηγεί στην ανατροπή, δεν υπάρχει ζωντανή μέσα στο μυαλό η ιδέα του τι θα αντικαταστήσει εκείνο που πρέπει να καταστραφεί. Αλλά ούτε και η θεωρητική κριτική των υφιστάμενων συνθηκών είναι δυνατή, αν εκείνος που ασκεί την κριτική, δεν έχει στο νου του μια περισσότερο ή λιγότερο συγκεκριμένη εικόνα του τι θα αντικαταστήσει την υπάρχουσα κατάσταση. Το ιδανικό, η αντίληψη για κάτι καλύτερο, διαμορφώνεται, συνειδητά η ασυνείδητα, μέσα στο νου οποιουδήποτε ασκεί κριτική στους κοινωνικούς θεσμούς. Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο για τον άνθρωπο της δράσης.»  Π. Κροπότκιν

Πέρα από τη διαχρονική διαπίστωση του Κροπότκιν, σχετικά με την επιτυχή έκβαση του αγώνα μας, η κοινωνία που οραματιζόμαστε είναι αυτή που νοηματοδοτεί τους αγώνες μας. Η άρνηση του υπάρχοντος, χωρίς την ύπαρξη μιας (ή περισσότερων) ανταγωνιστικής ως προς αυτό πρότασης οργάνωσης της ζωής μας και της κοινωνίας, μας τοποθετεί σε θέση διαρκούς άμυνας (συνεπώς και ετεροκαθορισμού, μια και την πρωτοβουλία κινήσεων την έχει το κράτος) και καθιστά τις δράσεις μας, άμεσα ή έμμεσα ενσωματώσιμες/αφομοιώσιμες. Η όσο το δυνατό σαφέστερη διατύπωση των αξιών και των προταγμάτων μας για την αυριανή κοινωνία είναι αυτή που μπορεί να εμπνεύσει τις δράσεις μας στο σήμερα και να τις κάνει πραγματικά επαναστατικές και ανταγωνιστικές προς το υπάρχον πολιτικοκοινωνικό σύστημα. Ο θετικός προσδιορισμός μας με την προβολή των προταγμάτων και των θέσεών μας,  όχι απλά σε αντιδιαστολή με τις επιθετικές κινήσεις του κράτους και του κεφαλαίου, θα συμβάλλει στο ξεπέρασμα της μερικότητας των δράσεων, σε μια εξεγερσιακή και επαναστατική προοπτική για την κοινωνική απελευθέρωση.

Το όραμα για μια καλύτερη κοινωνία απουσιάζει σήμερα, περισσότερο ίσως από κάθε άλλη εποχή. Αυτό είναι που δίνει την δυνατότητα στους καπιταλιστές να μιλούν για το “τέλος της ιστορίας” και την ολοκληρωτική επικράτηση του καπιταλισμού. Εν μέσω συστημικής κρίσης θεωρούμε την διατύπωση και την προπαγάνδιση (διάδοση) των αξιών και των προταγμάτων μας σημαντική και επίκαιρη όσο ποτέ. Ο κοινωνικό/ταξικός πόλεμος είναι και πόλεμος στο πεδίο των ιδεών και των προταγμάτων.

Θεωρούμε δεδομένη τη συμμετοχή μας στους κοινωνικούς αγώνες που θα ακολουθήσουν. Αυτό που δε θεωρούμε δεδομένο είναι η έκβαση αυτών των αγώνων. Ακόμη και η κατάρρευση του καθεστώτος δεν αρκεί για την κοινωνική απελευθέρωση. Αν δεν υπάρχουν προτάσεις, με ευρεία απήχηση στην κοινωνία, για την αντικατάστασή του πολύ σύντομα έρχεται η επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση και με πολύ δυσμενέστερους όρους κυριαρχίας. Θέλουμε η σημερινή κοινωνική, πολιτική, οικονομική κρίση (και η ταυτόχρονη προσπάθεια γενικευμένης αναδιάρθρωσης του καπιταλισμού) να αποτελέσει το έναυσμα για την πλήρη καταστροφή του κράτους και του κεφαλαίου και το χτίσιμο μιας αναρχικής κοινωνίας.

Στις κοινωνικές/ταξικές συγκρούσεις που θα ακολουθήσουν οφείλουμε να διατυπώσουμε ξεκάθαρα τα κοινωνικά μας προτάγματα, καθιστώντας τα κατανοητά στον καθένα που θέλει να αγωνιστεί μαζί μας ή δίπλα μας για την κοινωνική επανάσταση και την αναρχική κοινωνική οργάνωση. Όσο περισσότεροι άνθρωποι έχουν έστω και μια αδρή εικόνα για τη δομή μιας ελεύθερης κοινωνίας, τόσο ευκολότερη θα είναι η δημιουργία της. Διασφαλίζεται σε μεγάλο βαθμό το ότι κανείς “φωτισμένος αρχηγός” δε θα είναι “αναγκαίος” για να “δώσει λύσεις” και να ηγηθεί της νέας κοινωνίας. Η απελευθέρωση των καταπιεσμένων και εξουσιαζόμενων αυτού του κόσμου είναι εφικτή μόνο όταν είναι έργο των ίδιων.

Ως κομμάτι των καταπιεσμένων, οφείλουμε να επεξεργαστούμε από τώρα τις δικές μας προτάσεις. Η εφαρμογή τους έγκειται στην αποδοχή τους από ευρύτατα κοινωνικά τμήματα και όχι στη βίαιη επιβολή τους από ολιγομελείς “πρωτοπορίες” ή “επαναστατικά” κόμματα. Πέρα από αυτό, μια και δε μεταθέτουμε τη δημιουργία της νέας κοινωνίας που οραματιζόμαστε σε μια “μετά την επανάσταση” εποχή, αλλά θέλουμε να ξεκινήσουμε να τη χτίζουμε μέσα στο κέλυφος της παλιάς, η προσπάθεια περιγραφής της αποτελεί οδηγό για τα σημερινά μας εγχειρήματα. Και αντίστροφα βέβαια, τα σημερινά εγχειρήματά μας προεικονίζουν την αυριανή κοινωνία.

Λίγες σκέψεις για μια αναρχική ομοσπονδία

Το κοινωνικό οργανωτικό μοντέλο που προτείνουμε είναι ο αναρχικός φεντεραλισμός. Η εθελούσια δηλαδή συμμετοχή κοινοτήτων/κομμούνων/συλλογικοτήτων σε μια ομόσπονδη δομή, με την ταυτόχρονη διατήρηση της αυτονομίας κάθε μιας από αυτές. Ο τρόπος λειτουργίας μιας τέτοιας ομοσπονδίας αποτελεί προϊόν ελεύθερης συμφωνίας μεταξύ των συμμετεχόντων. Θεωρούμε ότι το μοντέλο αυτό  είναι συμβατό με τη μεγιστοποίηση των ατομικών και κοινωνικών ελευθεριών που επιθυμούμε.

Σε συμφωνία με τον τρόπο κοινωνικής οργάνωσης που προτείνουμε, θεωρούμε ως καλύτερο οργανωτικό μοντέλο των αναρχικών ομάδων και συλλογικοτήτων, την ομοσπονδιοποίηση πάνω στη βάση κοινών (ή κοντινών) αξιακών θέσεων και προταγμάτων, με την ταυτόχρονη διατήρηση της αυτονομίας κάθε ομάδας/συλλογικότητας/αναρχικού εγχειρήματος που συμμετέχει.

Η σαφής διατύπωση θέσεων, θα πρέπει να καθιστά σε όλους κατανοητά τα προτάγματα και τη στόχευση ενός τέτοιου οργανωτικού εγχειρήματος. Η αποδοχή αυτών των βασικών θέσεων θα πρέπει να αποτελεί το βασικό κριτήριο για τη σύνδεση μιας συλλογικότητας ή μεμονωμένου συντρόφου στην ομοσπονδία.

Αυτό που προτείνουμε δεν έχει να κάνει με τη “θεωρητική και τακτική ενότητα” που προκρίνουν τα πλατφορμιστικά οργανωτικά εγχειρήματα. Πρόκειται, σχηματικά, για μια “μέση οδό” μεταξύ ομοσπονδίας σύνθεσης και πλατφόρμας, η οποία θα λαμβάνει υπόψη της τις σημερινές συνθήκες. Για την συνύπαρξη και τη συνδιαμόρφωση μεταξύ αναρχικών συλλογικοτήτων και ατόμων που ενστερνίζονται κάποιες κοινές στοιχειώδεις αξίες και προτάγματα και έχουν τη διάθεση να δράσουν από κοινού με στόχο την κοινωνική απελευθέρωση.

Δεδομένου του σχετικά μικρού αριθμού αναρχικών ομάδων/συλλογικοτήτων που υπάρχουν και της όχι και τόσο θετικής (τουλάχιστον εξ όσων είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε) αντιμετώπισης (από πολλές υπάρχουσες) της ομοσπονδιοποίησης, δε θεωρούμε ιδιαίτερα εφικτή τη δημιουργία μιας αναρχικής ομοσπονδίας. Εκτιμούμε όμως ως εφικτή τη σύναψη στενότερων δεσμών μεταξύ ενός αριθμού ομάδων και ατόμων, η οποία θα μπορούσε να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση και ότι μια σταθερή δομή θα αποτελούσε ένα καλό πρώτο βήμα. Ως τέτοιο εγχείρημα αντιλαμβανόμαστε μια αναρχική συνέλευση, η οποία θα μπορούσε να δημιουργηθεί με αφορμή την κρίση.

Σκέψεις και προτάσεις για τη συνέλευση

Ο αγώνας μας ενάντια στο κράτος και το κεφάλαιο είναι διαρκής. Παρά το ότι αναγνωρίζουμε τις ειδικές συνθήκες που διαμορφώνονται λόγω της κρίσης, δεν ξεχωρίζουμε την εξουσιαστική δομή του καθεστώτος σε προ κρίσης και μετά κρίσης. Αναγνωρίζουμε τη σημασία της συνύπαρξης συντρόφων/ισσων σε μονοθεματικές συνελεύσεις, θεωρούμε όμως ζωτικής σημασίας για τους αναρχικούς την ύπαρξη μιας κεντρικής συνέλευσης. Οι τρόποι οργάνωσή μας, όπως πχ μια συνέλευση, δεν αποτελούν απλώς μέσα για την επίτευξη ενός σκοπού, αλλά βίωση της αναρχίας στο σήμερα και αντικατοπτρίζουν εν μέρει την κοινωνία που επιθυμούμε.

Μια τέτοια συνέλευση θα μπορούσε να αποτελέσει, αρχικά, ένα δημόσιο χώρο στον οποίο θα διατυπωθούν και θα συζητηθούν οι εκτιμήσεις μας για τη σημερινή συνθήκη, οι πτυχές της θεώρησής μας, τα προτάγματά μας και οι τρόποι πάλης και αγώνα που απορρέουν από αυτά. Να διαπιστωθούν, να αναλυθούν και να ζυμωθούν οι συμφωνίες και διαφωνίες μας. Η ανοιχτότητα των προταγμάτων μας, ο αναστοχασμός πάνω σε αυτά, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την εμπειρία που αποκομίζουμε καθημερινά μέσα από τους αγώνες και τα βιώματά μας, η αναδιατυπωσή τους μετά την όσμωση με τις απόψεις των συντρόφων μας και των άλλων καταπιεσμένων τμημάτων της κοινωνίας είναι πάντα το ζητούμενο. Οι αναρχικές οργανώσεις σκοπεύουν και στον εμπλουτισμό του κοινωνικού αγώνα με τις ιδέες και τις δράσεις τους αλλά και αντίστροφα, στον εμπλουτισμό των δικών μας ιδεών μέσω της δράσης και της εμπειρίας που αποκομίζουμε. Πρόκειται δηλαδή για μια αμφίδρομη, αλληλοτροφοδοτούμενη σχέση θεώρησης και πρακτικής.

Η συμμετοχή σε συλλογικές διαδικασίες, η οργάνωση και η δημιουργία δομών και υποδομών, ενδυναμώνουν τον αγώνα για την αναρχία. Πέρα από τα όποια λειτουργικά οφέλη μπορεί να έχουν, αποτελούν αξιακό ζήτημα των αναρχικών. Η ελεύθερη συμμετοχή αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την αναρχία. Έτσι, η συνέλευση θα πρέπει να δίνει τη δυνατότητα έκφρασης και κυρίως συμμετοχής μεμονωμένων συντρόφων σε μια αναρχική διαδικασία μέσω της συνδιαμόρφωσης προτάσεων και συμμετοχής στην υλοποίησή τους και μέσω του σχηματισμού ομάδων εργασίας αλλά και άτυπων ομαδοποιήσεων. Με τον τρόπο αυτό θα συμβάλλει στην ένταξη συντρόφων σε ήδη υπάρχουσες συλλογικότητες και κυρίως στη δημιουργία νέων.

Επιτακτικότερη όλων θεωρούμε τη συλλογική επεξεργασία των προταγμάτων μας  και τη διάδοσή τους σε όσο το δυνατό μεγαλύτερα τμήματα της κοινωνίας καθώς και την οργάνωση κεντρικών δράσεων μέσω του συντονισμού συλλογικοτήτων και μεμονωμένων συντρόφων.

Προκειμένου να μπορέσει η συνέλευση να παράγει ξεκάθαρο αναρχικό προταγματικό λόγο και δράσεις  θεωρούμε ότι θα πρέπει να αποτελεί ένα αμιγώς αναρχικό εγχείρημα. Για μια εντελώς ετερόκλητη συνάθροιση ανθρώπων είναι εξαιρετικά δύσκολη η διαμόρφωση συγκεκριμένων πολιτικών θέσεων και δράσεων με συγκεκριμένη στόχευση.
Για χρόνια κάτω από τη λέξη αναρχία συναθροίστηκαν πολλά και ετερόκλητα ρεύματα σκέψης, οι διαφορές ορισμένων από αυτά δεν επιτρέπουν τη σύνθεση ή τη συνδιαμόρφωση προταγμάτων. Τόσο λόγω της παρούσας συνθήκης όσο και γενικότερα θεωρούμε ότι ο λόγος και τα προτάγματά μας θα πρέπει να είναι όσο το δυνατό σαφέστερα. Μια σούπα αντικρουόμενων και αλληλοαναιρούμενων απόψεων και πρακτικών δεν πείθει ούτε εμάς τους ίδιους ως πρόταγμα κοινωνικής απελευθέρωσης, πολλώ δε μάλλον ευρύτερα κοινωνικά τμήματα που δεν έχουν έρθει σε ιδιαίτερη επαφή με τις αναρχικές ιδέες και προτάγματα.

Θεωρούμε αδύνατη την πολιτική συνδιαμόρφωση με ανθρώπους με τους οποίους δεν μοιραζόμαστε τον ίδιο αξιακό κώδικα. Με τον ίδιο τρόπο που δεν συνδιαμορφώνουμε με σταλινικούς ή νεοφιλελεύθερους, αρνούμαστε να συνδιαμορφώσουμε τα προτάγματα και τις δράσεις μας με ανθρώπους που, παραδείγματος χάριν, αντιμετωπίζουν ισοπεδωτικά ή και εχθρικά τα καταπιεσμένα τμήματα της κοινωνίας. Για αυτούς τους λόγους προτείνουμε τη δημιουργία της συνέλευσης στη βάση, όσο πιο συγκεκριμένων γίνεται, κοινών αρχών, αξιών και στόχευσης.

Εξίσου σημαντικό θεωρούμε και το συντονισμό πιο ανοιχτών, αυτοοργανωμένων κοινωνικών εγχειρημάτων. Η ύπαρξη ειδικών (αμιγώς) αναρχικών οργανώσεων δεν έρχεται σε αντίθεση με την ύπαρξη ευρύτερων κοινωνικών οργανωτικών δομών και μπορούν, συνήθως, να δράσουν συμπληρωματικά. Είναι όμως αρκετά διαφορετική η στόχευση και ο λόγος ύπαρξης μιας ειδικής αναρχικής οργάνωσης από αυτόν μιας ευρύτερης οργάνωση, στην οποία δε συμμετέχουν αποκλειστικά αναρχικοί. Το να προσπαθήσουμε να εντάξουμε γενικότερα κοινωνικά εγχειρήματα σε μια αναρχική συνέλευση θα λειτουργούσε τουλάχιστον “καπελωτικά” για τα εγχειρήματα αυτά. Επιπλέον, η μεγάλη ανομοιογένεια στόχων και θεώρησης μιας τέτοιας συνέλευσης θα την καθιστούσε εντελώς δυσλειτουργική και βραχύβια.

Πρόταση για τον τρόπο λειτουργίας και τη διαδικασία λήψης αποφάσεων

Η συμμετοχή, η ελεύθερη και ισότιμη έκφραση της γνώμης είναι η βάση της ελεύθερης οργάνωσης. Λογικές ανάθεσης δεν συνάδουν κατά κανένα τρόπο με τα αναρχικά προτάγματα. Οι συνελεύσεις μας, όπως και κάθε άλλη οργανωτική μας δομή, οφείλουν πέρα από ένα χώρο συνύπαρξης, συζήτησης και συνδιαμόρφωσης να αποτελούν και μια δια του παραδείγματος πρόταση οργάνωσης και τρόπου διάδοσης των ιδεών μας. Οφείλουν επίσης να αποτελούν ένα μέσο διαπαιδαγώγησης όλων μας και να δομούνται με τέτοιο τρόπο που να μεγιστοποιείται η δυνατότητα συμμετοχής μας στη λήψη αποφάσεων όσο και στην υλοποίησή τους. Μέρος αυτών αντικατοπτρίζεται στον τρόπο λήψης αποφάσεων που επιλέγουμε.

Θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε τη μορφή (σε άρρηκτη σχέση με το περιεχόμενο που διατυπώθηκε) που θα θέλαμε να έχει ένα τέτοιο οργανωτικό σχήμα.

Στόχος της συνέλευσης κατά τη διαδικασία λήψης μιας απόφασης πρέπει να είναι η σύνθεση των επιμέρους απόψεων και η ομοφωνία. Στην περίπτωση που υπάρχουν εξαρχής σημαντικές διαφοροποιήσεις στην προσέγγιση ενός ζητήματος ακολουθεί η διαδικασία της συνδιαμόρφωσης ως μια προσπάθεια επίτευξης της ομοφωνίας μέσω μιας δημιουργικής και επωφελούς για όλους συζήτησης.

Η διατύπωση θέσεων/απόψεων/προτάσεων επί συγκεκριμένων ζητημάτων/θεματικών που πραγματεύεται η συνέλευση οφείλει να γίνεται ισότιμα από τον καθένα που θέλει να συμμετέχει. Σε μια συνέλευση όμως 200-300 συντρόφων/ισσών, και με τους χρονικούς περιορισμούς που τίθενται σε όλους μας, είναι  πρακτικά αδύνατο να υπάρξουν αντίστοιχου αριθμού τοποθετήσεις. Δύο τρόπους μπορούμε να σκεφτούμε ώστε να καταστεί δυνατή η έκφραση όλων. Τη συμμετοχή του μεγαλύτερου μέρους των συντρόφων σε ομάδες συλλογικότητες, ώστε μέσω των αντίστοιχων εκπροσώπων να ακουστούν όλες οι συνδιαμορφωμένες απόψεις (και να συνδιαμορφωθούν εκ νέου), ή την ψηφοφορία (με τη λογική της ανάδειξης του αριθμού των συντρόφων που υποστηρίζουν μια άποψη) επί των προτάσεων που έχουν διατυπωθεί, καταγραφεί και συνδιαμορφωθεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό.

Γνωρίζοντας καλά ότι το ζήτημα της ψηφοφορίας θα ξενίσει αρκετούς συντρόφους, νιώθουμε την αναγκαιότητα να το αναλύσουμε εν τάχει. Αφότου έχουν διατυπωθεί και αναλυθεί όλες οι διαφορετικές προτάσεις και έχει γίνει προσπάθεια συνδιαμόρφωσής τους, αν δεν έχουμε καταφέρει να καταλήξουμε σε μια τελική θέση, ακολουθεί η ψηφοφορία. Την προτείνουμε ως μέσο καταγραφής του πλήθους των συντρόφων που στηρίζουν μια συγκεκριμένη άποψη, ώστε να γίνει φανερή η δυναμική της και η δυνατότητα υλοποίησής της.

Αν μια πρόταση έχει πολύ μικρή αποδοχή θα πρέπει οι σύντροφοι που την προτείνουν να εξετάσουν το ενδεχόμενο να συναινέσουν στην πρόταση των υπολοίπων. Δεν τίθεται για εμάς ζήτημα επιβολής της πλειοψηφούσας άποψης στη μειοψηφία. Κάτι τέτοιο θυμίζει δημοκρατικό συγκεντρωτισμό και το απορρίπτουμε ως εξουσιαστικό. Για τον ίδιο λόγο απορρίπτουμε την ύπαρξη βέτο, την επιβολή δηλαδή της άποψης ενός ή λίγων συντρόφων στους υπόλοιπους.

Στην περίπτωση που δεν καταφέρουμε να ομοφωνήσουμε μέσω της συνδιαμόρφωσης και συνεχίζουν υπάρχουν ισχυρές ενστάσεις από συντρόφους/ισσες, η συνέλευση μπορεί να επανέλθει σε αυτό το θέμα σε σύντομο χρονικό διάστημα, με στόχο την εκ νέου προσπάθεια συνδιαμόρφωσης. Αν και αυτό δεν καταστεί δυνατό τότε υλοποιούνται όλες οι προτάσεις, αρκεί να μην είναι αντίθετες με τις βασικές θέσεις της συνέλευσης.

Για τη βελτιστοποίηση της λειτουργίας της συνέλευσης θεωρούμε σημαντικά:
Την ύπαρξη ενός συντονιστή της συζήτησης (διαφορετικού κάθε φορά), ο οποίος θα αναλαμβάνει την καταγραφή και κοινοποίηση των θεματικών της συνέλευσης, θα μοιράζει το λόγο, θα καθορίζει συγκεκριμένο χρόνο ομιλίας (ανάλογα με τον αριθμό των συντρόφων που συμμετέχουν και που θέλουν να μιλήσουν) και θα αναλαμβάνει να επαναφέρει στο θέμα συζήτησης συντρόφους που αναπτύσσουν ζητήματα εκτός των θεματικών της συνέλευσης.
Την τήρηση πρακτικών. Κάποιος/οι σύντροφος/οι θα αναλαμβάνουν κάθε φορά την όσο το δυνατό καλύτερη καταγραφή των τοποθετήσεων/προτάσεων και των αποφάσεων, προκειμένου να μπορεί να ανατρέξει σε αυτές όποιος ενδιαφέρεται να συμμετέχει στη συνέλευση. Η τήρηση πρακτικών μπορεί να λειτουργήσει βοηθητικά σε μια απολογιστική συνέλευση και να συμβάλλει στην μελλοντική επανεπεξεργασία προτάσεων που κατατέθηκαν αλλά δεν αποφασίστηκε η υλοποίησή τους από τη συνέλευση. Είναι επίσης σημαντικό το να μπορούν σύντροφοι σε άλλες πόλεις να έρθουν σε επαφή με την οργανωτική δομή και τα σκεπτικά που αναπτύσσονται. Το ίδιο ισχύει και για συντρόφους που θελήσουν μετά από χρόνια να  επωφεληθούν από την εμπειρία του παρελθόντος  και να διευκολύνουν τα δικά τους εγχειρήματα.
Τη δημιουργία ομάδων εργασίας. Για την επεξεργασία θεματικών και την υλοποίηση αποφάσεων της συνέλευσης προτείνουμε τη δημιουργία  ανοιχτών ομάδων εργασίας, οι οποίες θα έχουν τις δικές τους, αυτόνομες, συνελεύσεις, ταυτόχρονα όμως θα συμμετέχουν και θα παρουσιάζουν τις προτάσεις τους στην κεντρική συνέλευση. Επιμέρους, αλλά εξίσου σημαντική, στόχευση των ομάδων εργασίας είναι η δημιουργία νέων σταθερών ομάδων/συλλογικοτήτων, μέσω της συνεύρεσης και της συνεργασίας συντρόφων/ισσων σε πιο σταθερή βάση.

Εν κατακλείδι, θα συμμετέχουμε και θα στηρίξουμε, με όποια δύναμη διαθέτουμε, κάθε αναρχική οργανωτική προσπάθεια που στοχεύει στην παραγωγή ξεκάθαρου αναρχικού λόγου και δράσης, είτε αυτή είναι μια σταθερή ανοιχτή συνέλευση, είτε μια ομοσπονδία (την οποία προκρίνουμε ως οργανωτικό σχήμα, αλλά δεν είμαστε ιδιαίτερα αισιόδοξοι ότι μπορεί να δημιουργηθεί υπό τις παρούσες συνθήκες). Θεωρούμε, τόσο στη μια όσο και στην άλλη περίπτωση, ότι το όλο εγχείρημα θα πρέπει να στηρίζεται σε συγκεκριμένες θέσεις και αρχές και να έχει διάρκεια στο χρόνο. Η συνδιαμόρφωση ενός τρόπου λειτουργίας, αποτελεί εξίσου σημαντικό πολιτικό διακύβευμα και θα συμβάλλει στην ομαλή και αποτελεσματικότερη πορεία του εγχειρήματος.

Αναρχική Συλλογικότητα “Καθ’ Οδόν”

Για την κρίση ..και τη δική μας απάντηση

(Δεκέμβρης 2010)

Για την κρίση ..

Μετά από δεκαετίες “ανάπτυξης”, “κέρδους”, κατανάλωσης, “εθνικών στόχων”, δανείων και χρηματιστηριακών επενδύσεων, βρεθήκαμε ξαφνικά έρμαια κάποιων αόριστων “αγορών”, “spread”, “cds”. Κατέρρευσε “ξαφνικά” το νεοελληνικό “κλέος” των επιδοτήσεων, των αθλητικών υπερπαραγωγών,  του “ελληνικού dna” και του “θεού της ελλάδας”, της μίζας, των προσδοκιών για γρήγορο πλουτισμό. Οι κυρίαρχες λέξεις είναι πλέον: κρίση, ΔΝΤ, μνημόνιο, χρεοκοπία …

Αυτό που προβάλλεται μέσω των ΜΜΕ, κυρίως, είναι η ταύτιση της κρίσης με την οικονομική χρηματοπιστωτική κρίση, την κρίση δανεισμού, την κρίση χρέους κλπ. Όλοι δείχνουν να έχουν ξεχάσει ότι οι “κρίσεις” αποτελούν εγγενές χαρακτηριστικό του καπιταλισμού και του συστήματος εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Προσπαθούν να κρύψουν το ότι πρόκειται για μια παγκόσμια κρίση, απότοκο ενός παγκοσμιοποιημένου εκμεταλλευτικού καπιταλιστικού συστήματος.

Η καπιταλιστική φούσκα όμως δεν αφορά μόνο την οικονομία. Η κρίση στην οικονομία και την αγορά επέφερε συνολικό πλήγμα, καθώς έφερε στην επιφάνεια όλες τις υπόλοιπες κρίσεις (αξιακή, οικολογική, πολιτισμική) που προϋπήρχαν, αλλά έδειχναν να μην προκαλούν ιδιαίτερες ρωγμές στο σύστημα. Όλα τα υπόλοιπα προβλήματα κρύβονταν επιμελώς και για καιρό από το καθεστώς γιατί υπήρχε η συναίνεση του μεγαλύτερου τμήματος της κοινωνίας που αρκούνταν στις όποιες υλικές απολαβές ή στην προσμονή για αυτές (θέσεις στο δημόσιο, επιδοτήσεις κλπ). Ειδικά στην ελλάδα, η απόσπαση της συναίνεσης στηρίχτηκε για δεκαετίες στην ανταλλαγή ψήφος-βόλεμα. Καθώς οι αυταπάτες του “κέρδους για όλους”, του βολέματος και της “κοινωνικής ανόδου” διαλύονται, η συναίνεση είναι πλέον υπερβολικά εύθραυστη.

Σημαντικότερη από την κρίση είναι η κοινωνική συνθήκη στην οποία συνέβη• μια κοινωνία κατακερματισμένη, μια κοινωνία εγωτιστών, πολυδιασπασμένη και με κυρίαρχη ιδεολογία το ατομικό συμφέρον. Έτσι, η επιχειρούμενη καπιταλιστική αναδιάρθρωση (εκδηλώνεται με πρόσχημα το ξεπέρασμα της κρίσης) βρήκε μπροστά της ένα ξεδοντιασμένο συνδικαλιστικό και ανταγωνιστικό κίνημα και μια γενικότερη κοινωνική-ταξική αποχαύνωση. Αυτό, σε συνδυασμό με το σοκ που έχει υποστεί το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας από τη συνολική επίθεση του κράτους και του κεφαλαίου σε ότι μέχρι σήμερα θεωρούσαμε “δεδομένο” (μισθούς, συντάξεις, υγεία, παιδεία), οδηγεί στην, έστω και πρόσκαιρη, αδράνεια και οπισθοχώρηση. Παρακολουθούμε απλά τις εξελίξεις μουδιασμένοι, περιχαρακωμένοι, ασυντόνιστοι, περιμένοντας τους εργατοπατέρες της κρατικά καθοδηγούμενης ΓΣΕΕ να καλέσουν μια απεργία-πορεία για να εκφράσουμε την οργή μας.

Παρά το αρχικό μούδιασμα, η κρίση συναίνεσης οδηγεί σταδιακά στην αμφισβήτηση ολόκληρου του μοντέλου διαχείρισης και ελέγχου. Αφού πλέον το κράτος δεν εξασφαλίζει τη συναίνεση μέσω “παροχών” και βολέματος, φοβούμενο το βίαιο ξέσπασμα της κοινωνικής οργής, επιστρατεύει αυτό που γνωρίζει καλύτερα. Με νέους κατασταλτικούς νόμους (τρομονόμος) και ένταση της καταστολής στο δρόμο προσπαθεί να κάνει παντού αισθητή την παρουσία του (τι άλλο είναι τα χιλιάδες “μπλέ φωτάκια” στους δρόμους;) και να σπείρει το φόβο.

Το κράτος και οι καπιταλιστές ανακαλύπτουν νέα πεδία “ανάπτυξης”-πλιάτσικου, για τη “σωτηρία της αγοράς”. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η “πράσινη ανάπτυξη”, η οποία αποτελεί ένταση της λεηλασίας και της καταστροφής της φύσης προς όφελος των αφεντικών και εις βάρος όλων μας. Ταυτόχρονα, προσπαθούν να εμποδίσουν την ταξική συνειδητοποίηση των καταπιεσμένων προβάλλοντας το ιδεολόγημα της “εθνική ενότητας για την αντιμετώπιση της κρίσης” και εντείνουν τις προσπάθειές τους για την εγκαθίδρυση ολοκληρωτικών καθεστώτων.

Επιπλέον, εκμεταλλευόμενοι την κοινωνική συνθήκη που δημιούργησαν, προσπαθούν να μετατρέψουν τον ανταγωνισμό (εγγενές χαρακτηριστικό του καπιταλισμού) σε κοινωνικό κανιβαλισμό, να απομονώσουν κοινωνικά τμήματα και να στρέψουν το ένα ενάντια στο άλλο, ώστε να μην στραφούμε όλοι μαζί εναντίον τους. Διατυμπανίζουν από τα ΜΜΕ ότι για την κρίση φταίνε οι μετανάστες, φταίνε οι φορτηγατζήδες, φταίνε οι δημόσιοι υπάλληλοι, φταίνε οι “υψηλοί” μισθοί του ιδιωτικού, φταίμε όλοι μας γιατί “μαζί τα φάγαμε”.

Προφανώς έχουν ευθύνη όσοι από εμάς ανέχτηκαν για πολλά χρόνια αυτή την κατάσταση, με την απάθεια, την υποταγή, το αλισβερίσι των εκλογών. Κύριοι υπαίτιοι όμως είναι το κράτος και η οικονομική ελίτ. Το δικό τους σύστημα μας επέβαλαν, χωρίς να μας ρωτήσουν. Δεν χρησιμοποιήσαμε εμείς τα ΜΜΕ για λανσάρουμε καταναλωτικά πρότυπα και να κατασυκοφαντήσουμε αγωνιζόμενους ανθρώπους, κινήματα και πολιτικούς χώρους. Δεν χρησιμοποιήσαμε εμείς την αστυνομία για να επιβάλλουμε τις αποφάσεις μας. Δεν χρησιμοποιήσαμε εμείς εκβιασμούς του τύπου “αν δε σκύψεις το κεφάλι και δε δουλέψεις σα σκλάβος για τα αφεντικά θα πεθάνεις από την πείνα εσύ και τα παιδιά σου”, “αν αντισταθείς θα σε λιώσουμε στις δίκες και τις φυλακές”.

Οι υποστηρικτές του κοινοβουλευτισμού, οι καπιταλιστές, αλλά και η αριστερά, αναλώνονται σε προτάσεις εξόδου από την κρίση. Προσποιούνται ότι δεν αντιλαμβάνονται τα δομικά προβλήματα του καπιταλισμού και την αναγκαιότητα συνολικής κοινωνικοπολιτικής αλλαγής. Οι καπιταλιστές το κάνουν γιατί δε θέλουν -μεταξύ άλλων- να παραδεχτούν την ήττα του νεοφιλελευθερισμού και αναζητούν τρόπους διαιώνισης της κυριαρχίας τους. Η αριστερά γιατί απλούστατα δεν ενδιαφέρεται για την ανατροπή του υπάρχοντος καθεστώτος και λειτουργεί για μια ακόμα φορά ως βαλβίδα εκτόνωσης και πόλος για την ανώδυνη μετάφραση της κοινωνικής οργής σε ψήφους.

… και τη δική μας απάντηση

Για εμάς, καλύτερη άμυνα ήταν πάντα η επίθεση. Η κοινωνική και ταξική επίθεση στο κράτος και τ’ αφεντικά. Είτε θα συνεχίσουμε να παραπονιόμαστε ο ένας στον άλλο για τους μειωμένους μισθούς και τις συντάξεις, για τη χειροτέρευση του συστήματος υγείας, της παρεχόμενης εκπαίδευσης και τους φόρους, είτε θα αποφασίσουμε να αντιπαρατεθούμε στη χαύνωση που καλλιεργείται για δεκαετίες και θα απαιτήσουμε τον έλεγχο της ζωής μας. Με αποφασιστικότητα και αξιοπρέπεια. Για να μη σκύβουμε το κεφάλι και να λέμε και στα παιδιά μας να κάνουν το ίδιο για να φάμε το ξεροκόμματο που μας πετάνε τόσα χρόνια τα αφεντικά. Να αντιστεκόμαστε σε ότι μας καταπιέζει και να μη γυρίζουμε και το άλλο μάγουλο όταν μας επιτίθενται. Να παλεύουμε για όσα θέλουμε και χρειαζόμαστε εμείς και οι συνάνθρωποί μας, για όσα μας κλέβει καθημερινά ο καπιταλισμός και η εξουσία.

Δεν πρόκειται να μιλήσουμε για “πτώση της κυβέρνησης”. Ξέρουμε καλά ότι κάθε κυβέρνηση, οποιασδήποτε απόχρωσης, φροντίζει για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της οικονομικής ελίτ και των εξουσιαστών. Θέλουμε την πτώση ολόκληρου του καπιταλιστικού-εξουσιαστικού οικοδομήματος. Θέλουμε να πάρουμε τη ζωή μας στα χέρια μας.

Τι σημαίνει για εμάς “παίρνουμε τη ζωή μας στα χέρια μας” σήμερα; Σημαίνει αυτοοργάνωση στο χώρο δουλειάς, στη γειτονιά μας, μακριά από κόμματα και ηγέτες, μακριά από φωτισμένες προσωπικότητες, καταλληλότερους αρχηγούς. Σημαίνει άγρια απεργία και σύγκρουση με τους μηχανισμούς και τις δομές της εξουσίας. Σημαίνει την καταστροφή του κρατικού μηχανισμού και την εξαφάνιση κάθε εκμεταλλευτικής-εξουσιαστικής σχέσης.

Τι σημαίνει “παίρνουμε τη ζωή μας στα χέρια μας” σε μια αυριανή κοινωνία; Σημαίνει την αυτοδιεύθυνση στο χώρο εργασίας και τις γειτονιές, τη συναπόφαση με τους γύρω μας για ότι μας αφορά, την πραγμάτωση ελεύθερων και ισότιμων κοινωνικών σχέσεων. Σημαίνει να εργαζόμαστε για την ευημερία όλης της κοινωνίας, όχι για το κέρδος των αφεντικών υπό το φόβο της ανεργίας, της κατάσχεσης και της πείνας. Σε αντίθεση με τον ανταγωνισμό μεταξύ των ανθρώπων, τον οποίο προβάλλει ο καπιταλισμός ως μέσο προόδου και ευημερίας της ανθρωπότητας (και φροντίζει να μας εκπαιδεύει κατάλληλα από νηπιακή ηλικία), καταλήγοντας στην ευημερία των λίγων και πιο αδίστακτων και την καταπίεση όλων των υπολοίπων, θεωρούμε ότι η ισότιμη συνεργασία και η αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων μπορεί να εξασφαλίσει την ευημερία όλων μας. Ώστε τα αγαθά να παράγονται από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητές του και διανέμονται στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του.

Σημαίνει να μην εκπαιδεύουμε τα παιδιά μας να γίνουν σύγχρονοι σκλάβοι και να περνάνε τη ζωή τους στα σύγχρονα κάτεργα εξασφαλίζοντας την καλοπέραση των αφεντικών. Να λαμβάνουμε υπόψη μας τα δικά τους θέλω και τις κλίσεις τους ώστε να να γίνουν δημιουργικά για τον εαυτό τους και το κοινωνικό σύνολο.

Σημαίνει να μην αντιμετωπίζουμε τη φύση ως “πόρο” προκειμένου να αυξήσουν τα αφεντικά το κέρδος και την κυριαρχία τους αλλά να ζούμε σε αρμονία με τη αυτή.

Σημαίνει να αντιμετωπίζουμε τον διπλανό μας ως ισότιμο μέλος μιας ελεύθερης κοινωνίας και να περιμένουμε από αυτόν την ίδια αντιμετώπιση. Μόνο μεταξύ ισότιμων ανθρώπων μπορεί να αναπτυχθεί πραγματικά η αλληλεγγύη. Κάθε άλλη αφ’ υψηλού “βοήθεια” στους καταπιεσμένους είναι φιλανθρωπία, ελεημοσύνη και ο καθένας μας είναι αρκετά υπερήφανος και αξιοπρεπής για να τη δεχτεί.

Παίρνουμε τη ζωή μας στα χέρια μας σημαίνει στεκόμαστε αλληλέγγυοι στον διπλανό μας γιατί ξέρουμε ότι μόνο με τη δική του βοήθεια μπορούμε να τα καταφέρουμε. Ξέρουμε ακόμα ότι η δική μας ελευθερία εξαρτάται από την ελευθερία του διπλανού μας. Σε μια κοινωνία σκλάβων κανείς μας δεν μπορεί να είναι ελεύθερος.

Αγωνιζόμασταν πριν την κρίση και συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε για την καταστροφή του κράτους και του κεφαλαίου. Για την κοινωνική επανάσταση και το χτίσιμο μιας κοινωνίας χωρίς αφεντικά και σκλάβους, χωρίς πλούσιους και φτωχούς, χωρίς αρχηγούς και υπηκόους. Στον αγώνα αυτό θέλουμε μαζί μας κάθε καταπιεσμένο που νιώθει την ανάγκη να παλέψει, κάθε σκλάβο που οραματίζεται μια ελεύθερη και αξιοπρεπή ζωή• όχι για να τον καθοδηγήσουμε αλλά για να παλέψουμε δίπλα δίπλα, ισότιμα. Για μια κοινωνία ελευθερίας, ισότητας και αλληλεγγύης.

Για την αναρχία.

Αναρχική Συλλογικότητα “Καθ’ Οδόν”

Άμεση απελευθέρωση του αναρχικού κοινωνικού αγωνιστή Άρη Σειρηνίδη

(Φλεβάρης 2011)

Σε περιόδους γενικευμένης κρίσης, όπως η σημερινή, η ένταση της καταπίεσης και η διάχυτη κοινωνική δυσαρέσκεια δημιουργεί ρωγμές στην κοινωνική συναίνεση. Οι εξουσιαστές, φοβούμενοι την ανεξέλεγκτη αντίδραση μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας, θωρακίζονται. Ποινικοποιούν κινήματα, πρακτικές αγώνα και στοχοποιούν τους ίδιους τους κοινωνικούς αγωνιστές.

Ο σκοπός τους είναι διπλός. Από τη μια η πολιτική (ακόμη και η φυσική) εξόντωση των υποκειμένων που αγωνίζονται και από την άλλη η τρομοκράτηση όσων ενδεχομένως σκέφτονται να αντισταθούν.Έτσι βλέπουμε σήμερα την ποινικοποίηση της άρνησης πληρωμών (είτε αυτή αφορά τα διόδια, είτε τα εισιτήρια στα ΜΜΜ), την επιβολή εξοντωτικών χρηματικών εγγυήσεων και ποινών φυλάκισης για όσους βρεθούν στο στόχαστρο των κρατικών μηχανισμών ή “τύχει” να πιαστούν. Η εφαρμογή του κουκουλονόμου και η αναβάθμιση του τρομονόμου, οδηγούν σε διώξεις και φυλακίσεις αγωνιστών με στοιχεία ανύπαρκτα ή κατασκευασμένα από την κρατική ασφάλεια.

Στα πλαίσια της ενίσχυσης του νομικού οπλοστασίου του κράτους εντάσσονται οι διώξεις βάσει της ταυτοποίησης γενετικού υλικού DNA. Η μέθοδος αυτή είναι επιστημονικά αμφισβητούμενη, καθώς το DNA είναι ένα υλικό το οποίο μεταφέρεται, πλαστογραφείται και δύσκολα ταυτοποιείται 100%. Έτσι, ακόμη και για την αστική δικαιοσύνη, δεν μπορεί να αποτελεί το βασικό τεκμήριο ενοχής. Οι προφυλακίσεις όμως με μοναδικό στοιχείο το DNA έχουν ήδη ξεκινήσει. Τέτοια είναι και η προφυλάκιση του αναρχικού αγωνιστή Άρη Σειρηνίδη στις 7 Μάη του 2010 στα κελιά της Α’ πτέρυγας των φυλακών Κορυδαλλού.

Ο Άρης συνελήφθη στις 3 Μάη 2010. Τα Μέσα Μαζικής Εξαπάτησης σπεύδουν να τον παρουσιάσουν, μέσω “διαρροών” της αστυνομίας, ως εμπλεκόμενο στη ληστεία του Praktiker της οδού Πειραιώς που έγινε την ίδια μέρα. Το πρωί της επομένης ανακοινώνεται από τους διώκτες του, ότι ο Άρης δεν είχε καμία σχέση με τη ληστεία. Κατηγορείται για το πλημμέλημα της οπλοκατοχής και της αντίστασης κατά της αρχής.

Στις 7 Μάη, ενώ είχε εκδοθεί η απόφαση της μη κράτησής του και αναμενόταν η απελευθέρωσή του, εκδίδεται νέο ένταλμα σύλληψης για ένα περιστατικό που εκτυλίχθηκε στις 10 Ιούλη του 2009 στα Εξάρχεια, όπου άγνωστος φορώντας σαγιονάρες, βερμούδα και σομπρέρο πυροβόλησε κατά διμοιρίας ΜΑΤ. Εμφανής πρόθεση της εξουσίας είναι η γελοιοποίηση του συντρόφου και η παρουσίασή του ως άτομο ανισόρροπο.

Μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο, η ταύτιση γενετικού υλικού DNA που ελήφθη παράνομα, χωρίς την συγκατάβαση του Άρη, από το πορτοφόλι του, με το γενετικό υλικό που βρέθηκε σε μια χειρουργική μάσκα που περισυλλέχτηκε στην περιοχή του περιστατικού. Πουθενά στη δικογραφία δεν προκύπτει ότι η μάσκα άνηκε στον δράστη των πυροβολισμών. Ακόμα και ο σωματότυπος του δράστη, από τις περιγραφές των μαρτύρων και των αστυνομικών, είναι τελείως διαφορετικός με αυτόν του Άρη Σειρηνίδη.

“ Αν είναι, λοιπόν, κάτι που δίνει υπόσταση στο κατηγορητήριο, αυτό δεν είναι το γενετικό υλικό που ανιχνεύτηκε σε μια από τις διάσπαρτες μάσκες που βρέθηκαν στην περιοχή των Εξαρχείων εξ αιτίας των επεισοδίων των προηγούμενων ημερών, αλλά η πολιτική γενετική μου ύλη, η παρουσία μου σε εκείνη την πλευρά του οδοφράγματος που ορίζει η ταξική μου θέση και συνείδηση, ενάντια στην καπιταλιστική κυριαρχία και την κρατική τρομοκρατία. “ Άρης Σειρηνίδης, πολιτικός κρατούμενος 10/02/2011

Στις 4 Οκτώβρη του 2010 το συμβούλιο πλημμελειοδικών, απορρίπτει την αίτηση άρσης προφυλάκισης του Άρη Σειρηνίδη. Κατά τη διάρκεια της συνεδρίας ο Άρης παρίσταται αυτοπροσώπως με ισχυρή αστυνομική συνοδεία. Η αίτηση των συνηγόρων για αποχώρηση της αστυνομικής δύναμης δεν γίνεται δεκτή από το συμβούλιο μετά την ανάγνωση γραπτής εντολής του προϊσταμένου των αστυνομικών που αιτιολογούσε την παρουσία τους διότι “είναι αναρχικός και ως τέτοιος ιδιαίτερα επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια”.Παρόμοια δήλωση είχε κάνει και ο ανακριτής στην τεκμηρίωση της απόφασης προφυλάκισης του Άρη Σειρηνίδη: “Απολογούμενος, άλλωστε, ο κατηγορούμενος, κατά τη δική του φρασεολογία, δηλώνει αναρχικός, δεν κρύβει την ανατρεπτική του δράση, εντάσσει τον εαυτό του στο αναρχικό κίνημα, θεωρεί τον εαυτό του επαναστάτη και επιθυμεί να ανατρέψει αυτόν τον κόσμο, όντας ενταγμένος στον καθημερινό αγώνα ενάντια στο κράτος και τον καπιταλισμό.”

Ο Άρης συμμετέχει εδώ και πολλά χρόνια στους κοινωνικούς-ταξικούς αγώνες, σε συνελεύσεις γειτονιάς, στέκεται αλληλέγγυος σε πολιτικούς κρατούμενους, αγωνίζεται για την κοινωνική απελευθέρωση και συνεχίζει να αγωνίζεται καθ΄ όλη τη διάρκεια της προφυλάκισής του. Η δίωξή του είναι πολιτική και εκδικητική. Στις 9 Μάρτη του 2011 θα πραγματοποιηθεί η δίκη του στα δικαστήρια της Ευελπίδων. Μέσα από αυτή τη δίκη φανερώνεται για άλλη μια φορά ο ταξικός χαρακτήρας της αστικής δικαιοσύνης, ο ρόλος της οποίας είναι η διατήρηση της κυριαρχίας των αφεντικών και όχι η εξασφάλιση της κοινωνικής ευημερίας. Μια καταδίκη του Άρη, στηριγμένη αποκλειστικά στη χρήση του DNA, θα ανοίξει το δρόμο για την ενοχοποίηση αγωνιστών καθ’ υπόδειξη της κρατικής ασφάλειας. Η δίκη αυτή δεν δικάζει μόνο τον Άρη, αλλά και όλους αυτούς που αντιστέκονται και αγωνίζονται για έναν κόσμο χωρίς εκμετάλλευση, αρχηγούς και καταπίεση. Για ένα κόσμο Ελευθερίας, Ισότητας και Αλληλεγγύης.

Δεν θα αφήσουμε κανέναν σύντροφο μας στα χέρια του κράτους.

Η ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΟΠΛΟ ΜΑΣ.


ΠΟΡΕΙΑ 3 Μάρτη 2010 Προπύλαια 18:00
ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ στα δικαστήρια της Ευελπίδων, 9 Μάρτη 2010 στις 9:00

Αναρχική Συλλογικότητα “Καθ’ Οδόν”

Τελικά, για όλα φταίνε οι μετανάστες;

(Μάης 2011)

Με αφορμή την δολοφονία του 44χρονου Μανώλη Καντάρη, οργανώθηκε από εθνικιστές και νεοναζί ένα ρατσιστικό ανθρωποκυνηγητό, στην Βικτώρια, την Αχαρνών, την Πατησίων και τις γύρω περιοχές. Την εποπτεία του πογκρόμ ανέλαβε πρόθυμα το κράτος επιστρατεύοντας τις αστυνομικές ορδές του και συντονίζοντας την προπαγάνδα του μέσω των ΜΜΕ. Από την πρώτη στιγμή βουλευτές του ΛΑ.Ο.Σ. και οι παρατρεχάμενοι χρυσαυγίτες, συγκεντρώθηκαν στο σημείο της δολοφονίας (Ηπείρου και 3ης Σεπτεμβρίου), εξαπολύοντας ρατσιστικό δηλητήριο και καλώντας τους περίοικους να πάρουν τον “νόμο στα χέρια τους”. Μια μέρα πριν την απεργία της 11/5, τα ΜΜΕ παρουσίασαν την συγκέντρωση, και ό,τι ακολούθησε σαν αυθόρμητη συνάντηση οργισμένων για την δολοφονία κατοίκων. Χρησιμοποίησαν το γεγονός της συγκεκριμένης δολοφονίας “ξεχνώντας” προς στιγμήν πως δολοφονίες συμβαίνουν αρκετά συχνά και όχι μόνο στις “υποβαθμισμένες” περιοχές της Αθήνας. Σκόπιμα επίσης απέκρυψαν, ότι το ΛΑΟΣ πρωτοστάτησε στην οργάνωση των ρατσιστικών πογκρόμ στο κέντρο, κι ότι οι επιθέσεις έγιναν από 30-40 μαχαιροβγάλτες-χρυσαυγίτες και εθνικιστές. Γεγονότα που από μόνα τους αποδεικνύουν ότι οι επιθέσεις δεν ήταν τελικά τόσο “αυθόρμητες”.

Παρά την ανοχή και παρότρυνση λίγων ”αγανακτισμένων” πολιτών, οι μαχαιροβγάλτες της πρώτης γραμμής δεν ήταν άλλοι από τους συνήθεις πατριώτες, υποκοσμιακούς εγκληματίες. Δεν ξεχνάμε πως μέλος και υποψήφιος βουλευτής και περιφερειάρχης της Χρυσής Αυγής καταδικάστηκε πρόσφατα για τη μαφιόζικη δολοφονία 2 ατόμων στο Χαλάνδρι, ενώ ομοϊδεάτης συνεργάτης του αποδείχθηκε υπεύθυνος για την τοποθέτηση βόμβας στο Ξενία στην Πάρνηθα και σχετιζόμενος με τη μαφία. Δεν ξεχνάμε επίσης τις επιθέσεις σε αριστερούς και αναρχικούς με μαχαίρια, με πιο πρόσφατο παράδειγμα το στέκι “Αντίπνοια” όπου φασίστες εισέβαλαν στο χώρο και μαχαίρωσαν 2 άτομα την ώρα που διεξαγόταν μάθημα ισπανικών.

Με τις ίδιες εγκληματικές διαθέσεις φασίστες με μαχαίρια, και σιδερολοστούς, επιτέθηκαν τις τελευταίες μέρες σε όποιον τύχαινε να έχει ξένη εθνικότητα και μελαψό δέρμα. Τα συνεχόμενα πογκρόμ είχαν σαν αποτέλεσμα δεκάδες τραυματίες (στην πλειοψηφία τους μετανάστες) και την δολοφονία τα ξημερώματα της 12ης Μάη, ενός 20χρονου από το Μπαγκλαντές (το όνομα του οποίου παραμένει άγνωστο). Η αγριότητα, η ένταση και η έκταση αυτών των επιθέσεων σε μαγαζιά και σπίτια μεταναστών, υποστηρίχθηκαν καθόλη τη διάρκειά τους από τους συμπορευόμενους “προστάτες του πολίτη” ΜΑΤ, ΔΙΑΣ και ΔΕΛΤΑ. Συνεχόμενες, οργανωμένες επιθέσεις από τις φασιστοσυμμορίες και τα ΜΑΤ δέχτηκαν τις ίδιες μέρες και οι καταλήψεις Villa Amalias και Πατησίων 61 κ Σκαραμαγκά. Η συντονισμένη κρατική δολοφονική επίθεση συνεχίστηκε στην απεργιακή πορεία της 11ης Μαΐου, με αποτέλεσμα 97 καταγεγραμμένους τραυματίες εκ των οποίων πάνω από τους μισούς με τραύματα στο κεφάλι και το σύντροφο Γιάννη Κ., σε προθανάτια κατάσταση από τραύμα στο κεφάλι, νοσηλευόμενο ακόμη στην εντατική.

Όλος αυτός ο εσμός κρατικών και κρατικά κατευθυνόμενων εθνικοτραμπούκων προσπάθησε να μας πείσει ότι για την ανεργία φταίνε οι μετανάστες, για τη φτώχεια φταίνε οι μετανάστες, για την εγκληματικότητα φταίνε επίσης οι μετανάστες. Η δική μας ανάγνωση των γεγονότων διαφέρει αρκετά από τη μισάνθρωπη λογική της απόδοσης συλλογικών ευθυνών και του διαχωρισμού των ανθρώπων βάσει της φυλετικής τους καταγωγής. Θεωρούμε ότι για την αντιμετώπιση ενός υπαρκτού προβλήματος, όπως είναι η αντικοινωνική παραβατικότητα και εγκληματικότητα, πρέπει κανείς να εντοπίσει πρώτα τα αίτια και εκεί να αναζητήσει τη λύση.

Η λεηλασία και η καταδυνάστευση της ”αναπτυσσόμενης” καπιταλιστικής περιφέρειας από την ”αναπτυγμένη” δύση, με την συμβολή και του ελληνικού κράτους, οδήγησε στην εξαθλίωση τεράστια κοινωνικά κομμάτια αυτών των χωρών. Οι συνεχείς πόλεμοι, οι στρατιωτικές επεμβάσεις των δυτικών έκαναν τη μετανάστευση μοναδική λύση για επιβίωση. Η επιβίωσή τους βέβαια στα καπιταλιστικά κέντρα κάθε άλλο παρά εξασφαλισμένη είναι. Όσοι, για παράδειγμα, καταφέρουν να φτάσουν στην Ελλάδα ζωντανοί (νάρκες, συρματοπλέγματα, σαπιοκάραβα), θα βρεθούν αντιμέτωποι με την φτώχεια και την εξαθλίωση, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τις σκούπες και τα βασανιστήρια των μπάτσων, τα μαχαίρια των φασιστών, τις απειλές και τις ρατσιστικές κορώνες «αγανακτισμένων κατοίκων», τον κοινωνικό αποκλεισμό.

Η πλειοψηφία των χωρίς χαρτιά μεταναστών, θεωρούν την Ελλάδα, τον πρώτο σταθμό του ”ταξιδιού” τους κατά τη μετακίνησή τους στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ακόμη κι αν καταφέρουν να φύγουν από τα λιμάνια (Πάτρα, Ηγουμενίτσα) στα οποία στοιβάζονται, η εφαρμογή της ευρωπαϊκής «Συνθήκης του Δουβλίνου ΙΙ», προβλέπει την επιστροφή όσων συλλαμβάνονται στην χώρα εισόδου. Έτσι, η Ελλάδα έχει μετατραπεί σε μια τεράστια φυλακή για τους περισσότερους μετανάστες. Υπό αυτές τις συνθήκες, συγκεντρώνονται σε περιοχές που τα νοίκια είναι φτηνά, κατά κύριο λόγο στο κέντρο. Αυτή η υπερσυσσώρευση εξαθλιωμένων ανθρώπων σε ήδη φτωχές περιοχές δημιουργεί μια εκρηκτική κατάσταση συνύπαρξης τόσο για τους ίδιους όσο και για τους ντόπιους.

Οι μετανάστες (με χαρτιά ή χωρίς) αλλά και οι πρόσφυγες που καταφτάνουν στην Ελλάδα λόγω πολιτικών διώξεων στις χώρες τους, έχουν, όπως και η υπόλοιπη κοινωνία, διαφορετικά ταξικά χαρακτηριστικά. Δεν είναι δηλαδή μια ενιαία ομάδα με κοινά συμφέροντα. Κάποιοι ενσωματώθηκαν σχετικά γρήγορα στη συνθήκη της μισθωτής σκλαβιάς, κυρίως την εποχή της ”ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξης”. Οι περισσότεροι συνεχίζουν να εργάζονται ως πραγματικοί σκλάβοι με μισθούς εξαθλίωσης και δίχως κανένα εργασιακό δικαίωμα, προσπαθώντας να θρέψουν τους εαυτούς τους και τις οικογένειες τους. Ένα άλλο κομμάτι των μεταναστών αναγκάζεται προκειμένου να επιβιώσει να λειτουργήσει ”εκτός νόμου”, είτε ως πλανόδιοι μικροπωλητές, είτε ως ανοργάνωτοι μικροεγκληματίες, είτε, στη χειρότερη περίπτωση, οργανωμένοι σε μαφίες ναρκωτικών, όπλων πορνείας.

Η εγκληματικότητα αποτελεί δομικό στοιχείο του καπιταλισμού. Οι κάθε λογής μαφίες αποτελούν επικερδέστατες καπιταλιστικές επιχειρήσεις που επιβιώνουν με τη συναίνεση και τη στήριξη του κράτους. Το κεφάλαιο επιδιώκοντας το κέρδος με κάθε μέσο, ανοίγει νέες αγορές, φτηνών εργατικών χεριών, όπλων, ναρκωτικών, πορνείας και trafficking. Η έξαρση της αντικοινωνικής παραβατικότητας είναι πιο εμφανής και έντονη στις υποβαθμισμένες περιοχές, εκεί που ντόπιοι και μετανάστες, εξαθλιωμένοι και περιθωριοποιημένοι αλληλοεξοντώνονται προσπαθώντας να επιβιώσουν.

Αυτή η όξυνση του πόλεμου όλων εναντίον όλων, ο κοινωνικός κανιβαλισμός,, αποτελεί βασική επιλογή των εξουσιαστών για την εξασφάλιση της επιβίωση ενός βαθύτατα αντικοινωνικού πολιτικού και οικονομικού συστήματος.Το κράτος, για να προλάβει τις αντιστάσεις που ριζώνουν και συνδέονται, και μια ενδεχόμενη διοχέτευση της οργής των από κάτω εναντίον του, επινοεί τον «εσωτερικό εχθρό», προβάλλει τους μετανάστες, αλλά και οτιδήποτε ξεφεύγει από τον έλεγχο του σαν απειλή. Έτσι, οι καταπιεσμένοι στρέφουν την οργή τους ενάντια στους πιο αδύναμους, αντί να αγωνιστούν ενάντια σε αυτούς που πραγματικά τους καταδυναστεύουν. Το κράτος, εξαπολύει τα σκυλιά του (μπάτσους, φασίστες, media) προκειμένου να κλιμακώσει αυτή την κατάσταση και στη συνέχεια να εμφανιστεί ως διαιτητής και επιβολέας της “τάξης και της ασφάλειας”, να επικυρώσει το ρόλο του ως διαμεσολαβητής που “προστατεύει το συμφέρον όλων μας”.

Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών ξυπνάνε μνήμες που έχουν περάσει στην ιστορία ως εφιάλτες. Οι τωρινές συγκυρίες, ίσως να μην ταυτίζονται, αλλά σίγουρα θυμίζουν το κλίμα του Μεσοπολέμου. Η οικονομική ύφεση του 1929, η συσπείρωση του κόσμου γύρω από εθνικά ιδεολογήματα, τα πογκρόμ με κρατική υποστήριξη σε μειονοτικές εθνικές και κοινωνικές ομάδες, η εξουδετέρωση των κοινωνικών κινημάτων, σηματοδότησαν την επέλαση του φασισμού στην Ευρώπη και την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Η ιστορία μας υπενθυμίζει ότι εθνικισμός σημαίνει πόλεμος. Αυτή η μνήμη και η συνείδηση ευρύτερων κοινωνικών τμημάτων δείχνει να μην έχει σακατευτεί από την συνθήκη του καθημερινού αγώνα για επιβίωση. Έτσι, αντιλαμβάνονται το φασισμό και τον εθνικισμό ως αντικοινωνική απειλή. Η επιστολή της μητέρας του 44χρονου και η αποχώρηση κόσμου από το σημείο συγκέντρωσης (καταδίκασαν τις συγκεντρώσεις στο σημείο της δολοφονίας και κατηγόρησαν τους εθνικιστές για καπηλεία του γεγονότος), καθώς και η στάση των οδηγών των λεωφορείων που ειδοποιούσαν τους μετανάστες να κατέβουν λίγες στάσεις πριν το σημείο συγκέντρωσης, όπως και των ντόπιων που φυγάδευσαν κυνηγημένους στα μαγαζιά τους αποτελούν παραδείγματα έμπρακτης αντίστασης στη βαρβαρότητα.

Κατανοώντας τις αιτίες που τις προκαλούν, αλλά μη δικαιολογώντας αντικοινωνικές, εγκληματικές πράξεις, ακόμη κι αν αυτές γίνονται καθαρά για επιβίωση, ως αναρχικοί/ες αγωνιζόμαστε για την ελευθερία και την ισότητα όλων των ανθρώπων, ασχέτως φυλής και χρώματος, αγωνιζόμαστε έμπρακτα ενάντια σε φασιστικές νοοτροπίες συλλογικής ευθύνης. Γιατί η φτώχεια, η ανεργία, το έγκλημα δεν έχουν εθνικότητα και φυλή. Αποτελούν συνέπειες ενός εξουσιαστικού, εκμεταλλευτικού συστήματος και μόνο η καταστροφή του μπορεί να τα απαλείψει.

Οι έτοιμες και από τα πάνω “λύσεις” το μόνο που μπορούν να προσφέρουν είναι μεγαλύτερη εκμετάλλευση, βία και καταπίεση. Αν δεν στρέψουμε συλλογικά την οργή μας σε αυτούς πους καταδυναστεύουν τη ζωή μας, το μακρύ τους χέρι θα εξακολουθήσει να σκορπάει το φόβο και τη σιωπή και τα εγκλήματα τους θα παραμείνουν αόρατα. Αντί για γκέτο και πεδία αλληλοσφαγής και εκμετάλλευσης των πιο αδύναμων, θέλουμε οι δημόσιοι χώροι να γίνουν χώροι επικοινωνίας, αλληλοβοήθειας και σύνδεσης των καταπιεσμένων, ντόπιων και μεταναστών. Μόνο με όρους συλλογικοποίησης στη βάση της αλληλεγγύης, της αξιοπρέπειας και της αλληλοβοήθειας, μπορούμε να ξεπεράσουμε τους τεχνητούς φυλετικούς διαχωρισμούς. Οι κοινοί και αδιαμεσολάβητοι αγώνες ντόπιων και μεταναστών ενάντια στους εκμεταλλευτές και καταπιεστές της ζωής μας, ενάντια στο κράτος και το κεφαλαίο, είναι η μόνη προοπτική για το ξεπέρασμα του φόβου και της εξαθλίωσης, η μόνη προοπτική για τη δημιουργία ενός κόσμου ελευθερίας, ισότητας, αλληλεγγύης και αξιοπρέπειας.

Αναρχική Συλλογικότητα “Καθ’ Οδόν”