Μετά την καταδίκη του σε 5 φορές ισόβια και 25 χρόνια φυλάκισης για τη συμμετοχή του στην οργάνωση 17Ν, ο Σάββας Ξηρός εξακολουθεί μετά απο 11,5 χρόνια να παραμένει κρατούμενος στα κολαστήρια των φυλακών Κορυδαλλού. Η κρίσιμη κατάσταση της υγείας του (τύφλωση, φλεβική ανεπάρκεια και επίδρασή της στα κάτω άκρα, σχεδόν πλήρης κώφωση, σοβαρά νευρολογικά και αγγειακά προβλήματα, ιστορικό άσθματος απο παλιά, ακρωτηριασμός δεξιού χεριού, πολλαπλή σκλήρυνση κατά πλάκας), είναι αποτέλεσμα της ανεπαρκούς φροντίδας απ’ το νοσοκομείο των φυλακών Κορυδαλλού, των πολλαπλών απορρίψεων των αιτημάτων του για αναστολή ή διακοπή της ποινής του και της εκδικητικής μεταχείρισής του απο το κράτος.
Κείμενα
Αν το 2010, έτος υπογραφής του 1ου μνημονίου, ορισμένοι έτρεφαν ακόμη αμφιβολίες για το μέγεθος της επίθεσης των κυρίαρχων και ελπίδες για μια σύντομη επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση, σήμερα κάθε τέτοια σκέψη είναι ανεδαφική. Η κρίση βαθαίνει διαρκώς και οι αυταπάτες περί ανάκαμψης στερεύουν. Ο καπιταλισμός αναδιαρθρώνεται και αυτό για τους καταπιεσμένους σημαίνει: μισθοί ανέχειας, μαζικές απολύσεις, πολυετής ανεργία, αποκλεισμός από τα συστήματα υγείας, κοινωνικής ασφάλισης και εκπαίδευσης. Τον Ιούνιο, 2000 εργαζόμενοι απολύθηκαν εν μία νυκτί από την ΕΡΤ, στη συνέχεια ήρθε η σειρά των σχολικών φυλάκων και των εκπαιδευτικών και τώρα 1500 διοικητικών υπάλληλων από τα ΑΕΙ και ΤΕΙ. Είναι φανερό λοιπόν ότι έχουμε να κάνουμε με ένα βίαιο και διαρκές σάρωμα του κόσμου της εργασίας με τα προσχήματα της «εξόδου από την κρίση», της «ανάπτυξης», της «σωτηρίας του έθνους». Οι προληπτικές επιστρατεύσεις, οι συλλήψεις καταληψιών μαθητών, η προσπάθεια βίαιης καταστολής κάθε αντίστασης αποτελούν μέσα για την προχώρημα της επιχειρούμενης αναδιάρθωσης.
Ο φασισμός ήταν, είναι και θα είναι βέλος στη φαρέτρα
του «συνταγματικού τόξου»
Μετά τη δολοφονία του αντιφασίστα Παύλου Φύσσα από τον χρυσαυγίτη Ρουπακιά, το αστικό καθεστώς επαναπροσδιορίζει την τακτική του απέναντι στους φασίστες. Τα ΜΜΕ μετατράπηκαν εν μια νυκτί, από lifestyle πλυντήρια και βασικοί προπαγανδιστές της ατζέντας του φασισμού, σε ένθερμους κατήγορους της «εγκληματικής οργάνωσης που απειλεί τη δημοκρατική ομαλότητα». Η κυβέρνηση ξεκίνησε ένα επικοινωνιακό και πολιτικό blitzkrieg (πόλεμος αστραπή, πολεμική τακτική του ναζιστικού στρατού), που ξεκινά με διακηρύξεις ενάντια στις ακρότητες, συνεχίζει με ξηλώματα ηγετικών στελεχών της ΕΛ.ΑΣ. και της Ε.Υ.Π. και φτάνει μέχρι τις συλλήψεις και προφυλακίσεις βουλευτών και ηγετικών στελεχών της Χρυσής Αυγής και μπάτσων συνεργατών τους, με τις κατηγορίες να περιλαμβάνουν τον μισό ποινικό κώδικα (σύσταση εγκληματικής οργάνωσης, ανθρωποκτονίες, ξέπλυμα βρώμικου χρήματος κ.ά.). Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Όσο τραγικό κι αν ακούγεται, η δολοφονία του Παύλου Φύσσα ήταν θέμα χρόνου. Τα αμέτρητα περιστατικά δολοφονικών επιθέσεων, κυρίως απέναντι σε μετανάστες αλλά όχι μόνο, με την ανοχή ή/και κάλυψη της αστυνομίας, πιστοποιούν ότι δεν έχουμε να κάνουμε με κάποιους θυμωμένους νεαρούς που βοηθούν τις γριούλες να κάνουν αναλήψεις από τα τραπεζικά ATM, όπως ήθελαν τα στημένα προεκλογικά ρεπορτάζ του σιχαμερού πτωματεμπόρου κομιστή και άλλων συναδέλφων του, αλλά με μια συμμορία ναζιστών, μαφιόζων και μπράβων με πλήρη κάλυψη από τον κρατικό μηχανισμό και χρηματοδότηση από τμήματα του ντόπιου κεφαλαίου. Χαρακτηριστικό της συνεργασίας τους είναι το γεγονός ότι ο βουλευτής της Χρυσής Αυγής Κούζηλος, στενός συγγενής του επικεφαλής της Γ΄ Διεύθυνσης Αντικατασκοπείας της ΕΥΠ, ζητούσε «να δοθούν εγγυητικές επιστολές από το κράτος για να μπορέσουν να λύσουν το πρόβλημα ρευστότητας οι ναυτιλιακές εταιρείες», ενώ πολλές ήταν και οι ερωτήσεις του με τις οποίες ζητούσε «να αρθούν διάφορα γραφειοκρατικά εμπόδια για τον συγκεκριμένο κλάδο».
Τη σύλληψη του δολοφόνου Ρουπακιά ακολούθησε μια σωρεία «αποκαλύψεων» και αποκαλύψεων σχετικά με τη δράση των ταγμάτων εφόδου, τη στρατιωτική δομή της οργάνωσης, τις παλαιότερες αντικοινωνικές της ενέργειες, τη συμμετοχή της ως κατασταλτικού μηχανισμού στο πλευρό των ΜΑΤ (οι λεγόμενοι «αγανακτισμένοι πολίτες-κάτοικοι») τις βαθύτερες σχέσεις της με την αστυνομία και το στρατό, τη μαφιόζικη λειτουργία της, με τη συνδρομή αλληλοκαρφωμάτων μέσα από τις τάξεις των ίδιων των φασιστών. Όλα αυτά δηλαδή για τα οποία μιλάμε εδώ και δεκαετίες οι αναρχικοί/αντιεξουσιαστές. Όλα εκτός από ένα. Ότι ο φασισμός και οι οργανώσεις του, όσο και αν προσπαθούν να παρουσιαστεί ως αντισυστημικός, ήταν και είναι γέννημα, θρέμμα και ενεργούμενο του ίδιου του κράτους και του καπιταλισμού.
Χωρίς να παραγνωρίζουμε σε καμία περίπτωση τη σημασία της εντεινόμενης εξαθλίωσης και φτωχοποίησης στην ανάδυση φαινομένων κοινωνικού κανιβαλισμού και τη δημιουργία πρόσφορου εδάφους για το ρίζωμα φασιστικών ιδεοληψιών, η πραγματικότητα και η ιστορική μνήμη καθιστούν ανεπαρκή την υπεραπλουστευτική προσέγγιση που ανάγει τα πάντα στην οικονομική ύφεση. Τα ποσοστά της Χρυσής Αυγής δεν έφτασαν εκεί που έφτασαν αποκλειστικά και μόνο λόγω μνημονίων, ούτε άρχισε ξαφνικά να βρέχει φασισμό. Τα βασικά φασιστικά ιδεολογήματα ήταν πάντοτε παρόντα, ταυτισμένα με τον γυμνό πυρήνα της κρατικής ιδεολογίας και του καπιταλισμού.
Ο εθνικισμός, η ιεραρχική δομή, η στρατιωτικοποίηση, ο ανταγωνισμός, ο πόλεμος όλων εναντίον όλων, ο κοινωνικός δαρβινισμός (το δόγμα της επιβίωσης του ισχυρότερου), ο καλλιεργούμενος ανορθολογισμός (τύπου Χαρδαβέλα, Λιακόπουλου κ.λπ.) είναι συστατικά στοιχεία κάθε κρατικού μηχανισμού, κυρίαρχα στοιχεία της προπαγάνδας του. Η στόχευση και η δομή των ναζιστικών/φασιστικών οργανώσεων αποτελούν ακραία προέκταση αυτών ακριβώς των χαρακτηριστικών.
Όπως κάθε έθνος-κράτος, έτσι και το ελληνικό δομεί την ιδεολογία του με κεντρικό άξονα τον εθνικισμό. Ο εθνικισμός αποτελεί κυρίαρχο εργαλείο αποπροσανατολισμού από την πραγματικότητα της ταξικής διάρθρωσης της κοινωνίας και συσπείρωσης γύρω από μια αφηρημένη διαταξική οντότητα. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιείται πληθώρα μηχανισμών. Το σχολείο, παρ’ όλο που παρουσιάζεται σαν κάτι αποκομμένο από την υπόλοιπη κοινωνική πραγματικότητα, θρέφει κάθε γενιά με συγκεκριμένες αντιλήψεις που περιστρέφονται γύρω από την πρωτοκαθεδρία του έθνους, την υποταγή και την ιεραρχία. Η θρησκεία, βασικό συστατικό του υπερσυντηρητικού τριπτύχου, συμβάλλει στην εδραίωση του φόβου, της υποταγής, και της πίστης στην αυταξία του «περιούσιου έθνους των Ελλήνων». Ο στρατός, εκτός από εν δυνάμει κατασταλτικός μηχανισμός, λειτουργεί ως και μηχανισμός εθνικιστικής προπαγάνδας, εμπέδωσης της υποταγής στην ιεραρχία και προώθησης της εχθρότητας ανάμεσα τους καταπιεσμένους. Η κυρίαρχη ιστορική αφήγηση, θεμελιωμένη πάνω στην υποτιθέμενη συνέχεια του ελληνικού έθνους, καλλιεργεί τις δυο βασικές μορφές του ντόπιου εθνικισμού: την επιθετική, επεκτατική ιδέα της Μεγάλης Ελλάδας και τη λογική της φτωχής πλην τίμιας ψωροκώσταινας που βάλλεται πανταχόθεν.
Οργανώσεις τύπου ΧΑ δεν αποτελούν παρακρατικά σώματα όπως συχνά λέγεται. Αποτελούν τμήμα αυτού που λέμε βαθύ κράτος. Για αυτό το λόγο υπήρχαν και θα υπάρχουν, είτε στο προσκήνιο (χούντα, σύμβουλοι πρωθυπουργών, στελέχη κομμάτων, κ.ά.), είτε στο παρασκήνιο (ΕΠΕΝ, 4η Αυγούστου, ακροδεξιές ομάδες-συμμορίες και οργανώσεις), ανάλογα με το πως εξυπηρετείται καλύτερα το κράτος και το κεφάλαιο. Κατά καιρούς, εκφράστηκαν και πήραν τη μορφή του μεταξικού καθεστώτος, των χιτών και των ταγμάτων ασφαλείας της ναζιστικής κατοχής και του εμφυλίου, ενσωματώθηκαν στο μετεμφυλιακό κράτος της δεξιάς εθνικοφροσύνης, το παπαδαριό, τους βασιλόφρονες, τους βολεμένους του απριλιανού καθεστώτος, τα μεταγενέστερα «σταγονίδιά» του, τις «παρακρατικές» ομάδες κρούσης, τη μεταπολιτευτική Νέα Δημοκρατία, τους Rangers και τους Κενταύρους, τους χρυσαυγίτες που επιτίθονταν μαζί με τα ΜΑΤ σε διαδηλωτές. Η εθνοκεντρική ρητορική και ο ωμός λαϊκισμός που συνεχίστηκαν και κατά την περίοδο της «Αλλαγής», η εποχή της οικονομικής ανάπτυξης πάνω στις πλάτες φτωχών μεταναστών εργατών, ο παροξυσμός των «μακεδονικών συλλαλητηρίων», η «εθνική κρίση» των Ιμίων, οι μέρες της «δόξας» των Ολυμπιακών Αγώνων, η ανάδυση ακροδεξιών μορφωμάτων τύπου ΛΑ.Ο.Σ., η έντονη αποπολιτικοποίηση και η απουσία οράματος για την ανατροπή του συστήματος εξουσίας και την δημιουργία μιας ελεύθερης κοινωνίας, έχουν παίξει σημαντικότατο ρόλο στη διαμόρφωση της σημερινής συνθήκης.
Όλος ο ακροδεξιός συρφετός προϋπήρχε, ενσωματωμένος κυρίως στους πάλαι ποτέ κραταιούς πόλους του δικομματισμού, ο οποίος αντλούσε τη συναίνεση μέσω παροχών, βολέματος, διορισμών και πελατειακών σχέσεων. Η κρίση (οικονομική, πολιτική, αξιακή) και η επιχειρούμενη καπιταλιστική και κρατική αναδιάρθρωση οδήγησε στην αδυναμία συντήρησης αυτών των σχέσεων και στην απόσχιση των πιο ακραίων τμημάτων δημιουργώντας εύφορο έδαφος για την ενίσχυση του φασισμού.
Η ακροδεξιά μετατόπιση της κεντρικής πολιτικής ατζέντας κατά τη διάρκεια των προηγούμενων εκλογών (οροθετικές, μετανάστες, εγκληματικότητα κλπ) και η συνακόλουθη η επικέντρωση της κυβερνητικής ατζέντας στο μεταναστευτικό ζήτημα, παρήγαγαν ένα προνομιακό πεδίο δράσης για τις νεοναζιστικές συμμορίες. Η προσπάθεια εγκαθίδρυσης ενός σύγχρονου ολοκληρωτικού καθεστώτος συνεχίστηκε από τη σημερινή κυβέρνηση. Ενδεικτικά χαρακτηριστικά αυτής της προσπάθειας αποτέλεσαν η άμεση πριμοδότηση της φασιστικής ατζέντας (που πρόσφατα έφτασε μέχρι και σε κελεύσματα για «συγκυβέρνηση με μια σοβαρότερη Χρυσή Αυγή»), το δόγμα της μηδενικής ανοχής απέναντι σε οποιαδήποτε αντίσταση, το κύμα καταστολής των τελευταίων ετών, το άνοιγμα στρατοπέδων συγκέντρωσης για τους μετανάστες, η χυδαιότητα της «θεωρίας των δυο άκρων» (ακόμη και το «αντικαπιταλιστικό» ΚΚ.Ε. δεν δίστασε να εξομοιώσει, για ακόμη μια φορά, την δολοφονική επίθεση που δέχθηκαν μέλη του Π.Α.ΜΕ. στο Πέραμα από χρυσαυγίτες με τις συγκρούσεις που έλαβαν χώρα μεταξύ διαδηλωτών και των αριστερών περιφρουρητών της Βουλής).
Η συγκυριακή ρήξη της κυβέρνησης με το εδώ και δεκαετίες δεκανίκι των σχεδιασμών του εγχώριου καθεστώτος δεν αποτελεί κάποιου είδους «νίκη της αστικής δημοκρατίας απέναντι στη φασιστική απειλή». Με αφορμή τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, οι σχεδιασμοί της επιταχύνθηκαν. Τα οφέλη μιας τέτοιας κίνησης για την ίδια είναι πολλά. Πρώτον, ενισχύει το ρόλο της ως εγγυητή της νομιμότητας, της δημοκρατίας, της ομαλότητας και της δικαιοσύνης, σύμφωνα με το δόγμα «θεσμική ασφάλεια, οικονομική ανάπτυξη». Δεύτερον, αποτελεί επίδειξη πυγμής προς όλες τις κατευθύνσεις, δείχνοντας «ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο» και καθιστώντας σαφές ότι είναι έτοιμη να καταστείλει οτιδήποτε μπορεί να τεθεί εμπόδιο στα σχέδιά της. Τρίτον, επαναφέρει έναν μεγάλο αριθμό απολωλότων προβάτων στο μαντρί της «μεγάλης δεξιάς παράταξης», υιοθετώντας παράλληλα τα αιτήματά τους για ησυχία, τάξη και ασφάλεια και προβάλλοντας (μέσω διαρκών αστυνομικών επιχειρήσεων-σκούπα στο κέντρο της Αθήνας) την υπεροχή της κρατικής καταστολής έναντι της συμμορίτικης. Τέταρτον, εγγυάται τον έλεγχο των σωμάτων ασφαλείας και του στρατού, απέναντι σε αυτό που προβλήθηκε από τα ΜΜΕ ως «διάβρωση» από την ύπαρξη «ναζιστικών θυλάκων». Πέμπτον, επιχειρεί να κλείσει το στόμα της αντιπολίτευσης που αποζητά θεσμικές λύσεις απέναντι στο πρόβλημα του εκφασισμού, με τη λογική «θεσμική αντιμετώπιση θέλατε, θεσμική αντιμετώπιση θα λάβετε». Την ίδια στιγμή, προσπαθεί να ενσωματώσει σε αστικοδημοκρατικές οδούς τα αντιφασιστικά αντανακλαστικά που αναπτύχθηκαν σε τμήματα της κοινωνίας. Τέλος, κοιτάζοντας μερικά βήματα μπροστά, στοχεύει στην κατοχύρωση του λεγόμενου «συνταγματικού τόξου». Έτσι, οι πρόσφατες κινήσεις της διασφαλίζουν τη μη συγκρότηση μαζικού φασιστικού κινήματος σε ενδεχόμενη ανάληψη της εξουσίας από τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α., ώστε να μην διαταραχθεί η ομαλή πορεία της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης λόγω υπερβάλλοντος ακροδεξιού ζήλου. Από την άλλη πλευρά, στόχος της δημιουργίας του «συνταγματικού τόξου» είναι η ενίσχυση της πολιτικής, νομοθετικής και κατασταλτικής φαρέτρας του κράτους με σκοπό, όχι μόνο την παρανομοποίηση κάθε μορφής αντίστασης, αλλά και την απονομιμοποίησή της στην κοινωνική συνείδηση.
Από τη μεριά της, η αριστερή εκδοχή της διαχείρισης του καπιταλιστικού συστήματος υιοθετεί μια θλιβερή ψηφοθηρική στάση, ανάγοντας το ζήτημα του κοινωνικού εκφασισμού αποκλειστικά στην οικονομική κρίση και την κακή λειτουργία των θεσμών. Παράλληλα, αρνούμενη να δράσει δυναμικά στο δρόμο, αναπαράγει μια λογική θυματοποίησής της που ενισχύει το «μαχητικό» προφίλ των φασιστών, το οποίο έχει καλλιεργηθεί μετά από πολύ κόπο των μπάτσων και των Μ.Μ.Ε. Μιλά για θεσμική διαχείριση του ζητήματος, συσκοτίζοντας και αποσιωπώντας τη φύση τόσο του φασισμού όσο και των θεσμών. Τέλος, χρησιμοποιεί μια θολή πατριωτική ρητορική (ιστορικό απότοκο των εθνολαϊκών μετώπων τύπου Ε.Α.Μ.), που αναφέρεται μόνο στους «κακούς ξένους δανειστές» και τους υπερεθνικούς μηχανισμούς, αφήνοντας στην άκρη τα ντόπια αφεντικά και τις στρατηγικές επιλογές του ελληνικού κράτους. Φαίνεται να μην αντιλαμβάνεται πως ο αυθεντικός εθνικισμός μπορεί να τα καταφέρει καλύτερα από το αριστερό, πατριωτικό του κακέκτυπο.
Οι ενδοσυστημικές αντιθέσεις και τα αντικρουόμενα συμφέροντα στο εσωτερικό κράτους και κεφαλαίου είναι φαινόμενα υπαρκτά. Αν και ο εκφασισμός της κοινωνίας, έτσι όπως προωθείται από τα κυρίαρχα τμήματα της αστικής τάξης, και η παρουσία της Χρυσής Αυγής, είναι στοιχεία που μπορεί να συμπλέουν και σε κάθε περίπτωση αποτελούν τμήματα του εξουσιαστικού στρατοπέδου, αυτό δεν σημαίνει ότι θα γίνει ανεκτή από το κράτος η οποιαδήποτε τάση αυτονόμησης της ΧΑ. Από την άλλη, η ανάγκη ύπαρξης της ΧΑ ή ενός αντίστοιχου κατασταλτικού, τραμπούκικου, εκφοβιστικού μηχανισμού ως αντίβαρο και ανάχωμα στην ανάπτυξη των κοινωνικών-ταξικών αγώνων, είναι δεδομένη για τους κυρίαρχους.
Από την πλευρά μας, αντιλαμβανόμενοι τις διαφοροποιήσεις ανάμεσα στις ποικίλες εκδοχές διαχείρισης του κράτους και αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου, εντοπίζουμε παράλληλα την κοινή τους συνισταμένη: την προσπάθεια επιβολής, αναπαραγωγής και διαιώνισης του συστήματος καταπίεσης κι εκμετάλλευσης, του συστήματος εξουσίας. Στα πλαίσια του αγώνα ενάντια σε αυτό το σύστημα εντάσσεται και η μάχη ενάντια στο φασισμό σε όλες του τις εκφάνσεις. Το ξερίζωμά του αποτελεί έργο ενός κοινωνικού και ταξικού κινήματος που μάχεται ενάντια σε κάθε μορφή καταπίεσης κι εκμετάλλευσης, όχι του συστήματος που το γεννά και το αναπαράγει.
Μακριά από θεσμικές αυταπάτες και από μετωπικές συνεργασίες με συστημικούς φορείς, με συλλογικούς αυτοοργανωμένους, χειραφετημένους, ανυποχώρητους αγώνες, προωθούμε το πρόταγμα της αλληλεγγύης, της αντίστασης, του αγώνα ενάντια στο υπάρχον. Αγωνιζόμαστε για την κοινωνική επανάσταση. Για τη δημιουργία μιας κοινωνίας ελευθερίας, ισότητας και αλληλεγγύης. Για τον ελευθεριακό κομμουνισμό, για την Αναρχία.
Τη Δευτέρα, 5 Αυγούστου, στις 6:30 τα ξημερώματα, η ΕΛ.ΑΣ με μια συντονισμένη επιχείρηση εισβάλλει ταυτόχρονα στις τρεις καταλήψεις της Πάτρας. Στο κατειλλημένο Παράρτημα, το Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι του ΤΕΙ και την κατάληψη Μαραγκοπούλειο. Εκκενώνει τις καταλήψεις, συλλαμβάνει 5 συντρόφους/ισσες και προχωρά σε πλήθος προσαγωγών. Αμέσως μετά αδειάζει και σφραγίζει τα κτίρια, χτίζοντας τις πόρτες.
Η εκκένωση αυτών των χώρων, δεν αποτελεί μια απάντηση του κράτους στη «βία των άκρων», όπως γελοιωδώς προσπαθούν να παρουσιάσουν τα ΜΜΕ. Αντίθετα, είναι η βίαιη προσπάθεια του εξουσιαστικού συφερτού να σβήσει αυτές τις εστίες αντίστασης, να εξαφανίσει, μαζί με τις εδαφικοποιήσεις τους, και τις κοινωνικές αναφορές και συνδέσεις τους.
Το Παράρτημα αποτελεί ορόσημο για τους κοινωνικούς – ταξικούς αγώνες στην Πάτρα από τον Νοέμβρη του 1973 μέχρι και σήμερα. Το Μαραγκοπούλειο βρίσκεται και παρεμβαίνει με το λόγο και τη δράση του σε μια από τις πιο φτωχές γειτονιές τής Πάτρας. Το στέκι του ΤΕΙ παρεμβαίνει μέσα από ποικίλα εγχειρήματα στον χώρο του ΤΕΙ και την πόλη. Στους χώρους αυτούς συμμετέχουν πολιτικές συλλογικότητες, θεατρικές, μουσικές και κινηματογραφικές ομάδες, πραγματοποιούνται πολιτικές εκδηλώσεις, συναυλίες, προβολές ταινιών και λειτουργούν δανειστικές βιβλιοθήκες, σχολείο για μετανάστες και ντόπιους, ραδιοφωνικός σταθμός, μουσικό στούντιο και άλλα αυτοοργανωμένα, αντιιεραρχικά εγχειρήματα. Τα εγχειρήματα αυτά κατάφεραν να συνδεθούν με τους αγώνες της κοινωνίας, να ανακόψουν με τον λόγο και τη δράση τους την κρατικά προωθούμενη ισχυροποίηση των φασιστών και να επιδιώξουν έναν άλλον τρόπο οργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων. Βρίσκονται στο στόχαστρο της καταστολής γιατί αντιστέκονται έμπρακτα στις επιταγές της εξουσίας: το φόβο, την πειθάρχηση, τη διαμεσολάβηση, γιατί αποτελούν συλλογικά αναχώματα απέναντι στην πολυμέτωπη και πολυεπίπεδη επίθεση του κράτους και των αφεντικών, απέναντι στην προσπάθειά τους να καθυποτάξουν το σύνολο της κοινωνίας.
Η επίθεση του εξουσιαστικού συφερτού στο ριζοσπαστικό κίνημα στην Πάτρα κλιμακώθηκε φέτος. Οι επιθέσεις των φασιστών στους κατειλημμένους χώρους, η λάσπη των ΜΜΕ και οι επιδείξεις πυγμής από το στρατό της αστυνομίας δεν κατάφεραν να καταστείλουν τους κοινωνικούς – ταξικούς αγώνες. Η ταυτόχρονη εκκένωση των τριών καταλήψεων αποτέλεσε σημείο κορύφωσης της επίθεσης αυτής. Πρόκειται για τη συνέχιση της υλοποίησης μιας κεντρικής πολιτικής επιλογής της κυβέρνησης. H ενορχηστρωμένη επίθεση ακολούθησε τις επερωτήσεις βουλευτών της ΝΔ και της ΧΑ, οι οποίοι κάνουν λόγο για τα κτίρια αυτά παρουσιάζοντάς τα ως «εστίες ανομίας».
Εδώ και καιρό το κράτος και το κεφάλαιο στρέφονται πλέον απροκάλυπτα σε μια στρατιωτικού τύπου διαχείριση των κοινωνικών και ταξικών αντιστάσεων. Ο εσωτερικός εχθρός έχει στοχοποιηθεί και γίνεται προσπάθεια εξουδετέρωσής του. Οι καταλήψεις και τα αυτοοργανωμένα εγχειρήματα ως εστίες αντίστασης και αγώνα αλλά και ως πιθανές εστίες ανάφλεξης της κοινωνικής οργής αποτελούν άμεσο στόχο της ακροδεξιάς πολιτικής ατζέντας. Η καταστολή τους αποτελεί τμήμα του ευρύτερου σχεδιασμού της εξουσίας να τρομοκρατήσει και να ισοπεδώσει οποιαδήποτε φωνή για αξιοπρέπεια, αλληλεγγύη, αντίσταση, να ανακόψει οποιαδήποτε προσπάθεια ανάπτυξης και σύνδεσης των κοινωνικών αγώνων, να στερήσει από το κίνημα τις υποδομές και τις εδαφικοποιήσεις του. Η επίθεση στις καταλήψεις στρέφεται εναντίον του συνόλου των καταπιεσμένων κι εκμεταλλευόμενων.
Η επιλογή της ωμής καταστολής από την πλευρά των εξουσιαστών φανερώνει το δικό τους φόβο, δείχνει πως το έδαφος κάτω από τα πόδια τους δεν είναι ιδιαίτερα σταθερό. Γνωρίζουν και οι ίδιοι ότι ποτέ δεν κατόρθωσαν να διαχειριστούν στρατιωτικά την κοινωνία. Ωστόσο, η επιχειρούμενη κρατική και καπιταλιστική αναδιάρθρωση, καθώς και η σφοδρή και διαρκής επίθεση στο μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας, επιβάλλει τέτοιου τύπου επιλογές. Αναμένουμε λοιπόν τη συνέχιση και την ένταση της επίθεσης του κράτους και των αφεντικών.
Η δική μας απάντηση δίνεται και θα συνεχίσει να δίνεται στην καθημερινότητα των κοινωνικών-ταξικών αγώνων, στη διαρκή πάλη ενάντια στο κράτος και το κεφάλαιο. Δεν βασιστήκαμε ποτέ κι ούτε θα βασιστούμε σε δημοκρατικά προσχήματα για να υπερασπιστούμε τις ιδέες μας, τους χώρους μας, τη δράση μας. Το κάναμε πάντα μέσα από τον πολυεπίπεδο κοινωνικό και ταξικό αγώνα, μέσα από την αλληλεγγύη και τη συντροφικότητα.
Το έδαφος στο οποίο στεκόμαστε, το έδαφος από το οποίο μαχόμαστε ενάντια στην εξουσία δημιουργείται από τις κοινές μας ανάγκες και τις επιθυμίες μας. Θεμελιώνεται στην ισότητα, την αλληλεγγύη και τη θέληση για ελευθερία, δεν μπορεί και δεν πρόκειται να αλωθεί με στρατιωτικού τύπου επιθέσεις. Τέτοιο έδαφος είναι και οι καταλήψεις που προσπαθεί να καταστείλει το κράτος. Και δεν πρόκειται να το πάρει. Παρά την επιλογή της κυβέρνησης να εισβάλει αυγουστιάτικα στις καταλήψεις, θεωρώντας ότι με τον τρόπο αυτό θα αντιμετωπίσει την ελάχιστη δυνατή αντίσταση, οι σύντροφοί μας ξέρουν πολύ καλά πως δεν είναι μόνοι τους. Δεν τρομοκρατούμαστε, δεν οπισθοχωρούμε. Οι ιδέες μας και οι σχέσεις που αναπτύσσουμε δεν καταστέλλονται. Συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε ανυποχώρητα ενάντια στο σύγχρονο ολοκληρωτισμό, ενάντια στο κράτος και το κεφάλαιο. Για την κοινωνική επανάσταση, για την κοινωνική απελευθέρωση, για την Αναρχία.
Αυτό που θα σφραγίσουμε μια για πάντα είναι ο κόσμος της εξουσίας.
Αλληλεγγύη στις καταλήψεις Παράρτημα, Μαραγκοπούλειο και Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι ΤΕΙ.
Καμία δίωξη στους συλληφθέντες.