(Σεπτέμβρης 2011)
Ο νέος νόμος πλαίσιο του υπουργείου παιδείας ψηφίστηκε από την Βουλή και πλέον οδεύει ολοταχώς προς εφαρμογή. Ένας νόμος που ήρθε σε μία «νεκρή» κινηματικά περίοδο να καταργήσει τη μέχρι τώρα αυτονόητη για πολλούς και διατηρημένη με αγώνες πρόσβαση στην, κατ’ ευφημισμόν, δημόσια και δωρεάν «παιδεία». Ταυτόχρονα διαλύει κάθε ψευδαίσθηση περί παροχής ίσων ευκαιριών στην εκπαίδευση, αφού ουσιαστικά αποκλείει από τα πανεπιστήμια όσους προέρχονται από χαμηλά οικονομικά στρώματα. Παραδίδει σε μάνατζερ και επιχειρηματίες την διοίκηση των ιδρυμάτων, προωθεί την εντατικοποίηση και τον ανταγωνισμό, όπως απαιτούν, πιο επιτακτικά από ποτέ, οι σύγχρονες ανάγκες της εξουσίας και καταργεί το πανεπιστημιακό άσυλο.
Η επίθεση στην εκπαίδευση είναι τμήμα της συνολικής επίθεσης που δέχεται η κοινωνία, καθώς αναδιαρθρώνεται ο καπιταλισμός. Οι εξουσιαστές βλέπουν το καθεστώς τους να κινδυνεύει να καταρρεύσει και προκειμένου να σωθούν, εξαπολύουν μια βάρβαρη επίθεση ενάντια στο καταπιεσμένο και εκμεταλλευόμενο κομμάτι της κοινωνίας. Κατακτήσεις δεκαετιών που κερδήθηκαν με αίμα καταργούνται στα χαρτιά και τα πάντα επιστρέφουν στην κατοχή του Κεφαλαίου. Η εκπαίδευση δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση.
Τα πανεπιστήμια ως φορείς εκπαιδευτικής και ερευνητικής δραστηριότητας, εντός του καπιταλισμού, ανέκαθεν λειτουργούσαν προς όφελος του Κεφαλαίου, αφού ο λόγος ύπαρξής τους ήταν η στελέχωση και μεγιστοποίηση της παραγωγής και της κυριαρχίας. Ουσιαστικά αναλάμβαναν την εκπαίδευση των μελλοντικών εργατών αλλά και την δημιουργία των νέων αφεντικών και όταν τέλειωναν την δουλειά τους, τους «παρέδιδαν» στην υπηρεσία του Κεφαλαίου. Στην Ελλάδα, η χρηματοδότηση των πανεπιστημίων γινόταν ως τώρα κυρίως από το Κράτος, με τις εταιρίες και τους διεθνείς οργανισμούς να συμμετέχουν, σταδιακά, όλο και περισσότερο, χρηματοδοτώντας εκπαιδευτικά και ερευνητικά προγράμματα. Το πανεπιστήμιο δηλαδή αναλάμβανε ένα κομμάτι της εκπαίδευσης και των τμημάτων έρευνας και ανάπτυξης των εταιριών. Δεν έλειπαν φυσικά και οι έρευνες που εξυπηρετούσαν μιλιταριστικούς ή κατασταλτικούς σκοπούς.
Βέβαια, αυτά τα φαινόμενα δεν ήταν κανόνας για όλες τις σχολές. Τώρα γίνονται νόμος για το σύνολο των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Ο τρόπος λειτουργίας των σχολών, από δω και στο εξής, θα είναι στο χέρι των διαφόρων εταιριών οι οποίες θα επενδύουν σε αυτές με κριτήριο την αποδοτικότητά τους σε κερδοφορία. Αν μια σχολή δεν αποφέρει κέρδος δεν θα έχει και νόημα ύπαρξης, συνεπώς η εκπαίδευση, από «παιδεία» και «δημόσιο αγαθό», μετατρέπεται και με την βούλα σε εμπόρευμα. Τα μη «παραγωγικά» τμήματα (κλασσικών, ανθρωπιστικών σπουδών) θα υποχρηματοδοτούνται και θα οδηγηθούν είτε σε συρρίκνωση, είτε σε κλείσιμο. Παράλληλα, με την προώθηση της υπερεξειδίκευσης, καταστέλλεται κάθε ψήγμα κριτικής και δημιουργικής σκέψης ενώ η προσπάθεια αποπολιτικοποίησης των φοιτητών, η εντατικοποίηση των σπουδών και οι απειλές για στράτευση στα 18 στοχεύουν στην πειθάρχηση, τη γρήγορη ενσωμάτωσή της νεολαίας και την αποτελεσματικότερη αναπαραγωγή των σχέσεων κυριαρχίας.
Η νέα πραγματικότητα στο πανεπιστήμιο κάνει ακόμα πιο κατανοητό το ρόλο του στην διατήρηση της ταξικής κοινωνίας και με δεδομένη την εντατικοποίηση και το αυξημένο κόστος των σπουδών, η εκπαίδευση γίνεται ένας τομέας που για να τα βγάλει κανείς πέρα θα πρέπει να προέρχεται από τα υψηλά οικονομικά στρώματα. Όσο πιο χαμηλή ταξική καταγωγή έχει κανείς, τόσο πιο δύσκολη θα είναι η απόκτηση ενός πτυχίου. Η εκπαίδευση γίνεται ένα πεδίο, στο οποίο επιβιώνουν οι λίγοι και εκλεκτοί. Το παραμύθι της κοινωνικής ανέλιξης μέσα από την μόρφωση και τις σπουδές πηγαίνει οριστικά στα σκουπίδια.
Για πολλά χρόνια ο καπιταλισμός, πρόβαλλε το ιδεολόγημα της «κοινωνικής κινητικότητας» (η δυνατότητα μετακίνησης από μια κοινωνική τάξη σε άλλη), διδάσκοντας στους καταπιεσμένους πως το σχολείο και το πανεπιστήμιο είναι η ευκαιρία για «κοινωνική άνοδο». Στην πραγματικότητα, οι πλούσιοι θα στελεχώσουν τις θέσεις εξουσίας που ήδη κατέχει η τάξη τους. Άλλωστε, μπορούν να αντέξουν οικονομικά περισσότερα χρόνια σπουδών και με καλύτερο επίπεδο, έχουν περισσότερες διασυνδέσεις και ισχυρή επαγγελματική παράδοση. Αντίθετα, για τους υπόλοιπους πτυχιούχους η εξέλιξη είναι γνωστή. Ανεργία και μαύρη ή επισφαλής εργασία. Συνεπώς, το εκπαιδευτικό σύστημα δεν είναι παρά άλλο ένα πεδίο επιβεβαίωσης της ταξικής διαίρεσης της κοινωνίας. Ο ρόλος του όμως είναι διπλός. Αφ’ ενός διαχωρίζει με ταξικά κριτήρια, αναπαράγοντας την καπιταλιστική δομή, αφ’ ετέρου προσπαθεί να ντύσει με το μανδύα της δικαιοσύνης τη δομή αυτή. Οι φτωχοί μαθαίνουν να πιστεύουν πως η κατάστασή τους οφείλεται στο γεγονός ότι δεν ήταν καλοί στο σχολείο. Πείθονται ότι απώλεσαν την μοναδική ευκαιρία που είχαν για κοινωνική άνοδο, με δική τους ευθύνη. Με τον τρόπο αυτό, μέσα στις σχολικές αίθουσες και τα πανεπιστήμια τα κοινωνικοοικονομικά πλεονεκτήματα των πλουσίων βαφτίζονται «επαρκής εκπαίδευση» ενώ τα μειονεκτήματα των φτωχών «αποτυχία».
Τα πτυχία πολλών ταχυτήτων (σύστημα πιστωτικών μονάδων) ενισχύουν τον ανταγωνισμό μεταξύ συναδέλφων, καταργώντας συλλογικά επαγγελματικά κεκτημένα. Το ελληνικό “american dream” περί καριέρας και κοινωνικής ανέλιξης πεθαίνει αλλά παίρνει μαζί του και τη δυνατότητα διεκδίκησης καλύτερων συνθηκών δουλειάς.
Ως επιστέγασμα αυτού του νόμου, υλοποιήθηκε ο διακαής πόθος των εξουσιαστών για την κατάργηση του ασύλου. Μετά από χρόνια προσπαθειών, λάσπης και κρατικής προπαγάνδας επιτεύχθηκε με τη συναίνεση των νεοφιλελεύθερων και ακροδεξιών κομμάτων του κοινοβουλίου. Η τυπική του κατάργηση έρχεται να προστατεύσει την επιχείριση “πανεπιστήμιο” από καταλήψεις και κάθε διατάραξη της ομαλής ροής χρήματος και εκπαιδευτικού-ερευνητικού έργου. Κυρίως όμως αποτελεί συνέπεια της γενικότερης νομικής θωράκισης του καθεστώτος απέναντι σε ριζοσπαστικές αντιδράσεις που μπορούν να κλονίσουν την (ήδη ετοιμόρροπη) εξουσία του. Το Κράτος προσπαθεί να απογυμνώσει τους αγωνιζόμενους από τα όποια όπλα είχαν κατακτήσει τις προηγούμενες δεκαετίες.
Δεν τρέφαμε ποτέ αυταπάτες περί του «απαραβίαστου του ασύλου». Το άσυλο έχει καταλυθεί από τις δυνάμεις καταστολής αρκετές φορές μέχρι τώρα, είτε με, είτε χωρίς την άδεια των πανεπιστημιακών. Σχετίστηκε πάντα με την προφύλαξη των μονίμως ή συγκυριακά διωκόμενων από τη δημοκρατία. Την υπεράσπιση ιδεών και πράξεων (δεν διαχωρίζονται) που αποσκοπούσαν στην καταστροφή των εξουσιαστικών σχέσεων και έρχονταν σε άμεση σύγκρουση με το καθεστώς. Δεν υπήρξε ποτέ απλώς και μόνο ακαδημαϊκό και δεν περιμέναμε κανένα νόμο να ορίσει το περιεχόμενό του. Το άσυλο το νοηματοδοτούν και το διαφυλάττουν κάθε φορά αυτοί που το χρησιμοποιούν: αναρχικοί, αριστεροί, μετανάστες, διαδηλωτές, καταληψίες, κάθε κοινωνικό κομμάτι που στρέφεται ενάντια στο καθεστώς και έχει την ανάγκη να προστατευτεί από αυτό. Σε ότι μας αφορά, το χρησιμοποιήσαμε και το υπερασπιστήκαμε, ως κοινωνική κατάκτηση, και θα συνεχίσουμε να το κάνουμε είτε έχει την έγκριση του Κράτους, είτε όχι, με τον ίδιο τρόπο που υπερασπιζόμαστε κάθε χώρο αγώνα.
Ο αγώνας ενάντια σ’ αυτό το νόμο ξεκινάει από τις σχολές και τους φοιτητές. Το στίγμα του δίνεται από την καρδιά της φοιτητικής κοινότητας, στους χώρους όπου οι φοιτητές κινούνται, συναντιούνται και ζυμώνονται. Εκεί μπορούν να δημιουργηθούν οι συνθήκες συλλογικοποίησης και ανάπτυξης ενός ακηδεμόνευτου κινήματος. Όποιος πολιτικός χώρος ή κόμμα προσπαθεί να παρέμβει σαν εξωτερικός παράγοντας προκειμένου να παίξει τον ρόλο του καθοδηγητή ενάντια σε αυτόν τον νόμο-τερατούργημα, αποτελεί ανάχωμα του αγώνα. Ο αγώνας αυτός αφορά όμως όλη την κοινωνία. Γι’ αυτό και είναι ζητούμενο να διαχυθεί και έξω από τις σχολές, να συνδεθεί και να στηριχτεί συνολικά από το κοινωνικό κίνημα και κάθε αγωνιζόμενη κοινωνική ομάδα.
Ως αναρχικοί, ως αγωνιζόμενο κομμάτι αυτής της κοινωνίας, συνδεθήκαμε στο παρελθόν με τις εκπαιδευτικές κινητοποιήσεις, αποστασιοποιημένοι από αιτήματα που εξαντλούνται στον «δημόσιο και δωρεάν χαρακτήρα της παιδείας», αλληλέγγυοι όμως στους αγώνες ανθρώπων που παλεύουν για τη βελτίωση της ζωής τους. Κάθε τέτοια βελτίωση αποτελεί κεκτημένο από την πλευρά της κοινωνίας. Οι αποσπασματικές κοινωνικές κατακτήσεις, όσο μερικό χαρακτήρα και αν έχουν, είναι μικρά αλλά απειλητικά βήματα κατά της εξουσίας και οι καταργήσεις τους είναι βήματα οπισθοχώρησής μας. Ο αγώνας για την κατάργηση αυτού του νόμου είναι σημαντικός αλλά ακόμα και αν στεφθεί με επιτυχία δεν θα έχει κάνει την εκπαίδευση ιδανική, δεν θα την μετατρέψει ξαφνικά σε παιδεία, κάθε άλλο. Ένα εκπαιδευτικό σύστημα που αναπαράγει και οξύνει την αδικία, την εκμετάλλευση και την καταπίεση είναι αδύνατον να συμβάλει στην ολόπλευρη ανάπτυξη ελεύθερων ανθρώπων, την ανάπτυξη όλων των κλίσεων, των ικανοτήτων και των θέλω τους. Οι εκπαιδευτικές ανισότητες είναι αποτέλεσμα μιας άνισα δομημένης κοινωνίας, οπότε δεν μπορούν να ερμηνευθούν ανεξάρτητα από το γεγονός αυτό. Συνεπώς, θεωρούμε πως μια προσπάθεια για αλλαγή των εκπαιδευτικών δομών αποκτά πραγματική υπόσταση όταν εντάσσεται σε μια συνολική επαναστατική προοπτική για την κοινωνική απελευθέρωση.
Η κοινωνική ζύμωση, οι συλλογικοί αγώνες και διεκδικήσεις, οι οριζόντιες διαδικασίες που ξεπερνούν στην πράξη την ιεραρχία, την αυθεντία και τη διαμεσολάβηση, η συντροφικότητα και η αλληλεγγύη που αναπτύσσονται σε κάθε συλλογικό αγώνα, διαμορφώνουν συνειδήσεις συνολικής ρήξης με το υπάρχον και μπορούν να αναδείξουν ευρύτερους κοινούς στόχους που δεν θα περιορίζονται στον χώρο του πανεπιστημίου. Που θα συνδέουν το ζήτημα της παιδείας με την υιοθέτηση συνολικών απελευθερωτικών προταγμάτων. Για τη δημιουργία ενός κόσμου όπου η παιδεία, όπως και κάθε άλλο κοινωνικό αγαθό, θα είναι ελεύθερο για όλους. Ενός κόσμου ελευθερίας ισότητας και αλληλεγγύης, η δημιουργία του οποίου προϋποθέτει τη συνολική καταστροφή του Κράτους και του Κεφαλαίου.
Αναρχική Συλλογικότητα “Καθ’ Οδόν”