Το τελευταίο χρονικό διάστημα η κρίση του καπιταλισμού και η προσπάθεια βίαιης αναδιάρθρωσής του οδηγεί στην εξαθλίωση όλο και μεγαλύτερων κοινωνικών τμημάτων. Το ευρωπαϊκό κεφάλαιο, ως ένας βασικός πυλώνας της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, αναδιοργανώνεται, προσπαθώντας να καταργήσει κάθε εργασιακό δικαίωμα, πληρώνοντας εξευτελιστικούς μισθούς, ιδιωτικοποιώντας κοινωνικά αγαθά (νερό, ρεύμα, υγεία, εκπαίδευση) και μετατρέποντάς τα σε είδη πολυτελείας, λεηλατώντας τη φύση για να αυξήσει τα κέρδη του. Το κράτος και τα αφεντικά προσπαθούν να εγκαθιδρύσουν τον σύγχρονο ολοκληρωτισμό. Η καταστολή απέναντι σε οτιδήποτε ριζοσπαστικό οξύνεται, με την εθνικιστική και ρατσιστική προπαγάνδα και την ξενοφοβία, με την άνοδο των φασιστικών και νεοναζιστικών μορφωμάτων, με τη δημιουργία φυλακών υψίστης ασφαλείας και στρατοπέδων συγκέντρωσης για όσους το σύστημα θεωρεί είτε επικίνδυνους, είτε περισσευούμενους.
Στα Βαλκάνια, στην Ευρώπη και παγκόσμια οι εξεγέρσεις που ξεσπούν, δίνουν το μήνυμα πως ο κύκλος των αγώνων ενάντια στις βίαιες πολιτικές και οικονομικές επιλογές της εξουσίας δεν έχει κλείσει. Στην Βοσνία- Ερζεγοβίνη η υποτίμηση της εργατικής δύναμης, η ανεργία, η απουσία οποιασδήποτε προοπτικής για το μέλλον, η καταπίεση, η αδιαλλαξία της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας οδήγησαν τον Φλεβάρη στο ξέσπασμα της συσσωρευμένης κοινωνικής οργής. Έχουν περάσει πάνω από δύο δεκαετίες από την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ενός από τα πιο πολυεθνικά κράτη. Στην μεταπολεμική Βοσνία- Ερζεγοβίνη, η διευθέτηση που επιβλήθηκε έφερε βίαιες αλλαγές στη ζωή των ανθρώπων. Η αναγνώρισή της ως ανεξάρτητο κράτος το 1992 πυροδότησε εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των κατοίκων: Σέρβων, Βόσνιων και Κροατών. Οι εμφύλιες συρράξεις συνεχίστηκαν ως το 1995, όπου με την συνθήκη του Dayton επιβλήθηκε και επίσημα η εθνοτική και θρησκευτική διαίρεση του πληθυσμού της Βοσνίας. Η λεγόμενη ειρήνευση βασίστηκε στην εδραίωση των διαχωρισμών και την διάχυση του εθνικιστικού λόγου. Έτσι, με διαιρεμένο το κοινωνικό σώμα, η πολιτική εξουσία και οι ανερχόμενες στην περιοχή οικονομικές ελίτ κατάφεραν να προωθήσουν τα συμφέροντα τους και να κρατήσουν τις οικονομικές και πολιτικές τους καρέκλες.
Η ιδιωτικοποίηση και στην συνέχεια η χρεωκοπία των εργοστασίων στις βιομηχανικές περιοχές της Βοσνίας, καταδίκασε την πλειοψηφία του τοπικού πληθυσμού στην φτώχια και την εξαθλίωση. Ο πλούτος συγκεντρώθηκε μέσα από τις ιδιωτικοποιήσεις στα χέρια πολυεθνικών εταιριών και μιας νέας άρχουσας τάξης, ενώ για τους εργάτες και τις εργάτριες αυτό μεταφράστηκε σε απολύσεις, κακοπληρωμένη ή ακόμα και απλήρωτη εργασία. Το 53% των νέων είναι άνεργοι/ες ακολουθώντας τα ποσοστά ανεργίας της
Ελλάδας και της Ισπανίας.
Η Tuzla, ένα από τα μεγαλύτερα βιομηχανικά κέντρα της πρώην Γιουγκοσλαβίας, είναι το σημείο από όπου ξεκίνησαν όλα. Η πόλη αυτή κατάφερε να κρατήσει το έδαφος της αφιλόξενο για τον εθνικισμό, και να διατηρήσει μια παράδοση οργάνωσης της εργατικής τάξης σε εργατικά σωματεία. Το κύμα των ιδιωτικοποιήσεων είχε άμεσο αντίκτυπο στην ζωή των κατοίκων της πόλης. Οι εργάτες και οι εργάτριες στα εργοστάσια της Tuzla για χρόνια προσπαθούσαν ειρηνικά, μέσα από απεργίες, διαμαρτυρίες έξω από κυβερνητικά κτίρια και απεργίες πείνας να διεκδικήσουν τη βελτίωση των μισθών και των συνθηκών εργασίας τους. Οι μακροχρόνιες αλλά μικρής έντασης κινητοποιήσεις τους συναντούσαν ως τον Φλεβάρη την αδιαλλαξία της εξουσίας.
Η πορεία ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις που κάλεσαν για τις 05/02 προπαγανδίστηκε από το διαδίκτυο και αγκαλιάστηκε από ένα ετερόκλητο πλήθος κόσμου: πλήθος που θέλησε να μετατρέψει την πολύχρονη σιωπή σε ριζοσπαστική πράξη, σε εξέγερση.
Οι χιλιάδες διαδηλωτών/τριών, με μικρή προηγούμενη οργάνωση ήκινηματική εμπειρία, πέρασαν από την βίαιη αντιπαράθεση με τις δυνάμεις καταστολής και τους εμπρησμούς κυβερνητικών κτιρίων και κομματικών γραφείων – κέντρων λήψεων αποφάσεων σε τουλάχιστον 20 πόλεις, στην μεγάλη συμμετοχή στις ανοιχτές συνελεύσεις πόλης (plenums), στην περιθωριοποίηση των πολιτικών κομμάτων, στην οριζόντια λήψη αποφάσεων. Τα κυβερνητικά κτίρια που οι εξεγερμένοι και οι εξεγερμένες οικειοποιήθηκαν δεν ήταν αρκετά μεγάλα για να φιλοξενήσουν τις συνελεύσεις. Και ένα σημείο πολύ σημαντικό: Οι εξεγερμένοι/ες της Βοσνίας κατάφεραν γρήγορα να υπερβούν την εθνική διαίρεση που από το 1995 είχε επιβληθεί, να αμφισβητήσουν και να εναντιωθούν στον εθνικιστικό λόγο, προτάσσοντας απέναντι του τα κοινωνικά/ταξικά αιτήματα, πραγματώνοντας την αλληλεγγύη μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, απομακρυσμένων πόλεων, διαφορετικών εθνικοτήτων.
Η εξέγερση που ξέσπασε ταυτόχρονα, σε διαφορετικές πόλεις κατάφερε να τρέψει πολιτικούς σε φυγή από την χώρα, ή να τους αναγκάσει σε «οικειοθελείς» μειώσεις των παχυλών μισθών τους και σε διαπραγματεύσεις για το πάγωμα των ιδιωτικοποιήσεων. Η έντασή της έδωσε σαφές μήνυμα στην θεσμική αριστερά και στα καθεστωτικά συνδικάτα πως η κοινωνική οργή έχει ξεφύγει από τον έλεγχο τους. Οι υποχωρήσεις της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας δεν έφεραν μεγάλες αλλαγές στην ζωή των κατοίκων της Βοσνίας. Αυτό που αλλάζει το κοινωνικό τοπίο είναι η αλλαγή του κλίματος ηττοπάθειας, η μεταφορά του φόβου στοστρατόπεδο της κυριαρχίας, η αναζήτηση κοινών σημείων αναφοράς για τους από κάτω, η ριζοσπαστικοποίηση των τρόπων οργάνωσης και αγώνα ενός ετερόκλητου πλήθους ανθρώπων.
Ενώ ο ξεσηκωμός στη Βοσνία είχε σαφή αντι-εθνικιστικά χαρακτηριστικά η χρονικά κοντινή εξέγερση στην Ουκρανία πήρε εντελώς διαφορετική τροπή. Στις συγκρούσεις στις κεντρικές πλατείες και τους δρόμους, οι φασίστες κατάφεραν να εδραιώσουν την παρουσία τους και να δημιουργήσουν αφιλόξενο έδαφος για οτιδήποτε ριζοσπαστικό. Οι εκφραστές των ιδεολογημάτων της καθαρής φυλής, του έθνους, του αντι- κομμουνισμού, με την στήριξη της Ε.Ε και των ΗΠΑ και την ισχύ των όπλων επέβαλλαν την δική τους ατζέντα στην εξέγερση και ισχυροποίησαν την θέση τους στην εξουσία.
Τα δύο ακροδεξιά κόμματα ( Σβομπόντα και ο νεοναζιστικός Δεξιός τομέας ) έπιασαν κομβικές κυβερνητικές καρέκλες, προβάλλοντας έτσι και θεσμικά τις πολιτικές τους επιδιώξεις, κηρύσσοντας τον πόλεμο στις εθνοτικές μειονότητες, στην αριστερά, στους αναρχικούς. Η στρατιωτική κατάληψη της Κριμαίας από την Ρωσία ενδυνάμωσε το κίνημα του Maidan. Ο κόσμος συσπειρώθηκε προκειμένου να «υπερασπιστεί» την Ουκρανία, διευρύνοντας το πεδίο στο οποίο οι ακροδεξιοί και οι νεοναζιστές διαχέουν την προπαγάνδα τους και στρατολογούν κόσμο.
Ως άλλος πόλος δημιουργήθηκε το αντι- Maidan, κίνημα το οποίο συγκροτούν παραστρατιωτικοί και μπάτσοι, λούμπεν προλετάριοι και στηρίζεται οικονομικά από τις τοπικές επιχειρήσεις και υπηρεσίες ασφάλειας. Δεν είναι ξεκάθαρο ποιος βρίσκεται στο επίκεντρο της δράσης αυτού του κινήματος, ούτε αυτό έχει ξεκάθαρα ρωσικά εθνικιστικά χαρακτηριστικά. Τα κίνητρα δράσης είναι κυρίως οικονομικά, καθώς οι ένστολοι θέλουν προαγωγές και αυξήσεις, οι επιχειρήσεις τους οικονομικούς δεσμούς με τη Ρωσία (με χαμηλές τιμές στις πρώτες ύλες και το αέριο), οι προλετάριοι να βρουν μια δουλειά στην Ρωσία. Όλοι αυτοί συσπειρώνονται γύρω από έναν ασαφή λαϊκιστικό και φιλο-ρωσικό λόγο.
Όσον αφορά στα γεγονότα της Οδησσού την 2η Μάη στην Οδησσό, ο κόσμος που συντάχθηκε είτε με τις ομάδες αυτοάμυνας του Maidan είτε με τις παραστρατιωτικές ομάδες και την τοπική αστυνομία, καθοδηγήθηκε και οπλίστηκε από αυτές και προχώρησε σε μάχη μέχρις εσχάτων, με απολογισμό 40 ανθρώπους νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες. Το πλήθος των ανθρώπων που βγαίνει στους δρόμους ουσιαστικά σέρνεται πίσω από τις αποφάσεις και τις επιλογές είτε της ακραίας αντίδρασης είτε του ρωσικού επεκτατισμού πολεμώντας για τα συμφέροντα των οικονομικών ολιγαρχιών. Οι εξελίξεις δείχνουν πως οι προλετάριοι/ες δεν έχουν τίποτε να κερδίσουν από τέτοιου είδους αναμετρήσεις, αντίθετα αυτές εκμηδενίζουν οποιαδήποτε προοπτική για την αντίσταση και την οργάνωση των από κάτω.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία, θα αποτελέσει ήττα για την εργατική τάξη, αν αυτή δεν οργανωθεί στην βάση των κοινών συμφερόντων της και αν δεν στραφεί ενάντια σε οποιουδήποτε είδους οπλισμένους σωτήρες είτε αυτοί είναι τα τάγματα εφόδου και οι πολιτικοί ηγέτες των νεοναζιστικών και ακροδεξιών κομμάτων, είτε η ευρωπαϊκή ένωση, είτε ο στρατός της Ρωσίας ή οι φιλο-Ρώσοι στρατιωτικοί και μπάτσοι.
Στην Ισπανία, το αρχικό σοκ της κρίσης διαδέχτηκε η προσπάθεια των ανθρώπων να μην επιτρέψουν την εξαθλίωση της ζωής τους. Μέσα από τις κινητοποιήσεις τον Μάρτη του 2011 διαμορφώθηκε το κίνημα των indignados. Ενόψει των εκλογών για τις περιφερειακές κυβερνήσεις της Ισπανίας στις 22 Μάη, οι συγκεντρώσεις και οι
διαδηλώσεις στην Μαδρίτη και σε άλλες πόλεις έγιναν πιο μαζικές και επίμονες. Τα πουλημένα συνδικάτα αναγκάστηκαν να κηρύξουν πολυήμερη απεργία. Η απεργία αξιοποιήθηκε με μεγάλες πορείες σε διάφορες πόλεις, οι οποίες όμως δέχτηκαν την άγρια καταστολή της αστυνομίας με τη χρήση δακρυγόνων και πλαστικών σφαιρών.
Το κίνημα των αγανακτισμένων στην Ισπανία, σε αντιστοιχία με το κίνημα των πλατειών στην Ελλάδα, βρέθηκε αντιμέτωπο με τις προβληματικές της ειρηνικής διαπραγμάτευσης.
Τρία χρόνια αργότερα στην Ισπανία όπου οποιαδήποτε κοινωνική συνάθροιση χρειάζεται κρατική άδεια, ένα ετερόκλητο πλήθος ανθρώπων διαδηλώνει και καταλαμβάνει δημόσιους χώρους κόντρα στην απαγόρευση της αστυνομίας. Οι λόγοι που βγάζουν τους ανθρώπους στον δρόμο είναι πολλοί: τα μέτρα λιτότητας, η ποινικοποίηση των εκτρώσεων, οι αλλαγές στην εκπαίδευση, η διαφθορά των πολιτικών, η άνοδος του φασισμού, η καταστολή. Ο κόσμος που συμμετέχει στους κοινωνικούς αγώνες έρχεται αντιμέτωπος με την τρομοκράτηση από τους μπάτσους, και την απαξίωση και την συκοφάντηση από τα ΜΜΕ. Απαντά με την επίμονη παρουσία του στο δρόμο, με τη χρήση μέσων αυτοπροστασίας και αυτοάμυνας, με οδοφράγματα και συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής.
Ο κόσμος που συγκεντρώνεται στους δρόμους και τις κεντρικές πλατείες διεκδικεί τη βελτίωση της ζωής του ενάντια σε ένα σύστημα που τον εξαθλιώνει κάθε μέρα όλο και περισσότερο και την δημιουργία μιας κοινωνίας η οποία δεν θα βασίζεται στο ατομικό συμφέρον, το κέρδος και τον ανταγωνισμό. Οι κινητοποιήσεις στους δρόμους της Ισπανίας δημιουργούν το έδαφος για την ριζοσπαστικοποίηση των αιτημάτων των συγκεντρωμένων και ενισχύουν τους δεσμούς αλληλεγγύης μεταξύ τους.
Η Ισπανία αποτελεί μια ακόμη ψηφίδα στο μωσαϊκό των ξεσηκωμών σε Ευρώπη, Βαλκάνια και ανά τον κόσμο: από την Σλοβενία στην Τουρκία και από την Βουλγαρία και την Ρουμανία στην Βοσνία και την Ισπανία και στις πιο μακρινές μας Αργεντινή, Βραζιλία, Χιλή. Το παράδειγμα της Ουκρανίας υπογραμμίζει τον κίνδυνο οι απαντήσεις των κατώτερων στρωμάτων στις συνέπειες της καπιταλιστικής κρίσης να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη υποβάθμιση της ζωής τους. Είτε όταν ποδηγετούνται από νεοναζιστικά
μορφώματα (Maidan), είτε όταν, ελλείψει ταξικής συνείδησης, σύρονται στην έμμεση ή άμεση υποστήριξη εθνικιστικών/καπιταλιστικών συμφερόντων (αντι- Maidan).
Στην Ευρώπη, τα Βαλκάνια και ανά τον κόσμο, οι απαντήσεις που αξίζουν να ακουστούν, οι κραυγές που μπορούν να προκαλέσουν ρωγμές, οι κινήσεις που προκαλούν τριγμούς στις καρέκλες των εξουσιαστών, είναι αυτές που οργανώνονται στην βάση της κοινωνίας και εκφράζονται από αυτήν χωρίς τη μεσολάβηση νέων κομμάτων, «ανθρωπιστών» πολιτικών, αυτόκλητων ή καλεσμένων σωτήρων. Αυτές δηλαδή που εκφράζουν την ανάγκη διαχείρισης κάθε πτυχής της ζωής από την κοινωνία για την κοινωνία .
Καθ’οδόν για τις ακρατικές αταξικές κοινωνίες που θέλουμε να οικοδομήσουμε, ζητούμενο είναι η τάξη μας να εκφράσει τον δικό της λόγο για την εργασία, τις υποδομές που καλύπτουν τις βασικές μας ανάγκες, τον χώρο που ζούμε και τις κοινωνικές σχέσεις που θέλουμε να δημιουργήσουμε. Και προκειμένου να κάνουμε αυτόν τον λόγο πράξη, να τον εδαφικοποιήσουμε μέσα από την δημιουργία οριζόντιων δομών αντίστασης και αγώνας στις σχολές στους χώρους εργασίας, στις γειτονιές μας. Αλλά και να τον υπερασπιστούμε οργανώνοντας την άμυνα μας, την κοινωνική αντιβία απέναντι στην κρατική καταστολή, την βία των ναζιστών και των ακροδεξιών, την αντιδραστική προπαγάνδα. Αυτή η οργάνωση είναι που μπορεί να καθορίσει την έκβαση των τωρινών και των μελλοντικών συγκρούσεων με τον κόσμο της εξουσίας. Τον κόσμο που εμείς θα γκρεμίσουμε για να χτίσουμε στα συντρίμμια μια νέα κοινωνία, στην βάση της ελευθερίας, της ισότητας, της αλληλεγγύης.
Αναρχική Συλλογικότητα Καθ’ οδόν