(Το κείμενο σε μορφή pdf βρίσκεται εδώ)
Λίγα λόγια για τον κοινοβουλευτισμό
Το κράτος αποτελεί μια απρόσωπη και αυτοδύναμη μορφή εξουσίας, ένα σύνολο κοινωνικών μηχανισμών οργάνωσης και επιβολής, που ασκούνται σε έναν καθορισμένο γεωγραφικό χώρο. Ο κοινοβουλευτισμός είναι ένας τρόπος διακυβέρνησης της κοινωνίας από το κράτος στον κατά τον οποίο η κυβέρνηση (εκτελεστική εξουσία) αντλεί κατά κανόνα τη νομιμοποίησή της από την εμπιστοσύνη (αρχή της δεδηλωμένης) που της παρέχει το κοινοβούλιο (νομοθετική εξουσία), όπου και λογοδοτεί. Η εύρυθμη και ομαλή λειτουργία του κοινοβουλευτισμού στηρίζεται, θεωρητικά, στη σχετική διάκριση των εξουσιών (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική). Η νομοθετική εξουσία αποτελείται από ένα συμβούλιο αντιπροσώπων, το οποίο εκλέγεται περιοδικά από τους πολίτες του κράτους, δηλαδή το τμήμα εκείνο του πληθυσμού της επικράτειάς του που έχει πολιτικά διακαιώματα. Με απλούστερα λόγια, η εξουσία του “κυρίαρχου λαού” εξαντλείται στο να παραδίδει μια φορά στα 4 χρόνια λευκή επιταγή, χωρίς το παραμικρό εχέγγυο, σε μια ελάχιστη μειοψηφία η οποία νομοθετεί και επιτηρεί την εκτέλεση των νόμων στο όνομά του. Στην πραγματικότητα, τόσο οι πολιτικές αποφάσεις, όσο και η κριτική σε αυτές (αντιπολίτευση), λαμβάνονται, εφαρμόζονται και ασκούνται δι’ αντιπροσώπων. Ο πληθυσμός επιλέγει αποκλειστικά και μόνο (και όχι πάντοτε) τα πρόσωπα που θα τις εφαρμόσουν αντ’ αυτού.
Η αντιπροσωπευτικότητα του κοινοβουλευτισμού, η οποία στηρίζεται στην αρχή της πλειοψηφίας, είναι πλαστή. Το κοινοβούλιο εκλέγεται από το τμήμα του πληθυσμού που συμμετέχει στις εκλογές και με τη σειρά του ορίζει πλειοψηφικά την κυβέρνηση. Η πλειοψηφία που απαιτείται ώστε να υπάρξει κυβέρνηση είναι αυτή του κοινοβουλίου και όχι του κοινωνικού συνόλου. Με άλλα λόγια, μια μειοψηφία της κοινωνίας (οσοδήποτε μικρή, καθώς η εγκυρότητα των εκλογών δεν εξαρτάται από το ποσοστό συμμετοχής) εκλέγει μια άλλη μειοψηφία αντιπροσώπων, το κοινοβούλιο, τμήμα της οποίας ορίζει ως κυβέρνηση μια ακόμη μικρότερη μειοψηφία. Με αυτό το τέχνασμα, κάθε κυβέρνηση μπορεί να βαυκαλίζεται ότι εντέλλεται από την πλειοψηφία του πληθυσμού, ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί στο κοινωνικό σώμα την ψευδαίσθηση της συμμετοχής στις αποφάσεις που αφορούν τη ζωή του.
Από εκεί και πέρα, το μόνο που επιτρέπεται στον πληθυσμό να κάνει είναι να διαμαρτύρεται, πάντα μέσα στα πλαίσια της νομιμότητας. Δηλαδή, οι άνθρωποι που είναι υπεύθυνοι για τα κοινωνικά δεινά οριοθετούν, μέσω του νόμου, τους ενδεδειγμένους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να αντιδράσουμε απέναντί τους. Και, φυσικά, το αν θα ληφθεί υπόψη η κοινωνική δυσαρέσκειά βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια των εκλεγμένων αντιπροσώπων, καθώς εκείνοι/ες ούτε λογοδοτούν άμεσα στην κοινωνία ούτε μπορούν να ανακληθούν άμεσα από αυτή (ούτε καν από όσους/ες τους/ις εκλέγουν).
Ωστόσο, όλες αυτές οι επιφάσεις συμμετοχικότητας και δημοκρατικού χαρακτήρα του κοινοβουλευτικού συστήματος δεν είναι πάντοτε χρήσιμες γι’ αυτό. Σε περιπτώσεις “έκτακτης ανάγκης”, δηλαδή οποτεδήποτε κριθεί απαραίτητο από τους κρατικούς διαχειριστές, τα ίδια τα συντάγματα των κρατών εμπεριέχουν την επιλογή της αυτοκατάργησής τους. Στο ελληνικό σύνταγμα, υπάρχει η πρόβλεψη ότι σε περίπτωση, μεταξύ άλλων, άμεσης απειλής της “εθνικής ασφάλειας” (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) μπορούν να ανασταλούν άρθρα που αφορούν θεμελιώδεις ανθρώπινες ελευθερίες. Συγκεκριμένα, αναστέλλεται η ελευθερία κίνησης των ανθρώπων στο εσωτερικό της χώρας και εισόδου κι εξόδου από αυτήν, επιτρέπονται οι συλλήψεις ανθρώπων χωρίς δικαστικό ένταλμα και η επ’ αόριστον προφυλάκισή τους, δίνεται δυνατότητα σύστασης έκτακτων δικαστηρίων, τα στρατοδικεία μπορούν να δικάσουν και ιδιώτες, καταργούνται τα μικτά ορκωτά δικαστήρια, και τέλος, καταργείται το άσυλο της κατοικίας, το δικαίωμα του συνέρχεσθαι, η σύσταση σωματείων, η ελευθερία του τύπου, το απόρρητο της επικοινωνίας, οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας και η συνδικαλιστική ελευθερία. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης δεν είναι παρά η συνέχιση του κοινοβουλευτισμού με άλλα μέσα, η αυτοκατάλυσή του προκειμένου τελικά να συνεχίσει να υπάρχει και, ταυτόχρονα, η πιο ξεκάθαρη απόδειξη της εξουσιαστικής του φύσης. Μέσα σε μια κοινωνία, εξάλλου, “κυρίαρχος είναι αυτός που μπορεί να κηρύξει την κατάσταση έκτακτης ανάγκης”.
Το κράτος και το κεφάλαιο προσπαθούν εδώ και αιώνες να μας πείσουν ότι η συνθήκη του κοινοβουλευτισμού είναι η καλύτερη δυνατή, καθώς οι άνθρωποι είναι φύσει ανίκανοι να σκεφτούν για τον εαυτό τους, να εμπιστευτούν τους διπλανούς τους και να να αποφασίσουν και να δράσουν συλλογικά για ό,τι τους αφορά. Κατά συνέπεια, η ανάθεση αποτελεί μονόδρομο για τη σωτηρία των “μαζών”. Η αντίληψη αυτή είναι το θεμέλιο του κοινοβουλευτισμού. Κάθε πτυχή της ζωής επικαθορίζεται, άμεσα ή έμμεσα, από τις αποφάσεις μια δράκας “ειδικών” της πολιτικής, η οποία υποτίθεται ότι γνωρίζει τα πραγματικά συμφέροντα του πληθυσμού καλύτερα από τον ίδιο.
Το κοινωνικό συμβόλαιο, δηλαδή η υποτιθέμενη συμφωνία των καταπιεζόμενων κι εκμεταλλευομένων να υφίστανται την εξουσία του κράτους, είναι ένα ψεύτικο κατασκεύασμα που προσπαθεί εκ των υστέρων να δικαιολογήσει τη βίαιη επιβολή των εξουσιαστικών μηχανισμών διαχείρισης των ζωών μας στο κοινωνικό σύνολο. Δεν υπογράψαμε ποτέ καμία συμφωνία με τους δυνάστες μας. Οι συνθήκες ζωής μας καθορίζονται στην πραγματικότητα από μια ισορροπία τρόμου. Την ισορροπία ανάμεσα στη δυνατότητα του κράτους και του κεφαλαίου να επιβάλλουν τη βούλησή τους, είτε μέσω της κοινωνικής ανοχής, είτε μέσω της απόσπασης συναίνεσης, είτε μέσω της φυσικής βίας που ασκούν οι μηχανισμοί τους, και των κοινωνικών και ταξικών αντιστάσεων και αγώνων που αναπτύσσουν οι καταπιεζόμενοι/ες κι εκμεταλλευόμενοι/ες απέναντί τους. Από τη στιγμή που η κοινωνία διαιρείται σε τάξεις ως αποτέλεσμα της ανισότητας στην ιδιοκτησία, τον πλούτο, την εκπαίδευση, την πολιτική ισχύ και την πρόσβαση σε δομές εξουσίας, οι τάξεις αυτές θα βρίσκονται αναπόφευκτα σε σύγκρουση. Το κράτος δεν είναι παρά αυτή η συστηματοποιημένη έκφραση της εξουσίας των κυρίαρχων τάξεων και ο κεντρικός μηχανισμός παραγωγής νέων διακρίσεων. Η εξουσία του και η επιβολή του τοποθετείται πάνω από όλους και όλα, δημιουργώντας ένα χάσμα μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνώμενων, σε αντίθεση με τις αυταπάτες περί του ρόλου του ως εγγυητή της ισότητας μεταξύ των πολιτών, ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσης. Και όσο όλοι/ες εμείς που δεχόμαστε τη βία, την εκμετάλλευση, την καταπίεση και τη λεηλασία της φύσης δεν αντιδρούμε, βάζοντας τις συλλογικές μας ανάγκες κι επιθυμίες μπροστά, τόσο οι διακρίσεις θα διαιωνίζονται.
Τα πολιτικά κόμματα αποτελούν το κύτταρο του κοινοβουλίου και αναπόσπαστο κομμάτι του συστήματος κράτους και κεφαλαίου, όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα. Όπως ακριβώς οι ανταγωνισμοί μεταξύ των καπιταλιστών δεν αναιρούν την ύπαρξή τους ως μια ενιαία τάξη με κοινά γενικά συμφέροντα, έτσι και το γεγονός ότι τα διάφορα πολιτικά κόμματα ή συνασπισμοί κομμάτων ανταγωνίζονται στο πεδίο του κοινοβουλευτισμού δεν αναιρεί το ότι ως σύνολο συγκροτούν μια πολύ συγκεκριμένη, εξουσιαστική, δομή διαχείρισης της κοινωνικής ζωής: είναι ιεραρχικές δομές που αυτοπαρουσιάζονται ως εκφραστές κοινωνικών τάσεων, επιχειρώντας να τις κατευθύνουν με όρους δημαγωγίας και θεάματος. Στις περισσότερες περιπτώσεις, εκπροσωπούν τμήματα του κεφαλαίου, ωστόσο δεν είναι αυτό το κοινό τους στοιχείο. Αυτό που συνέχει τα πολιτικά κόμματα, συντηρητικά ή προοδευτικά, φιλελεύθερα ή σοσιαλδημοκρατικά, καθεστωτικά ή “επαναστατικά”, είναι η συνεχής προσπάθεια αυτοαναπαραγωγής και εγκαθίδρυσής τους ως ισχυρότερες δομές οι οποίες αποσκοπούν στη διαχείριση της εξουσίας. Προσπαθούν να ενσωματώσουν τα πιο ριζοσπαστικά κομμάτια της κοινωνίας για να εμφανιστούν αργότερα ως οι διαμεσολαβητές που υποτίθεται πως θα λύσουν τα προβλήματά της, απονευρώνοντας κάθε αντίσταση. Τα ιστορικά (αλλά και πολύ πρόσφατα) παραδείγματα είναι πολλά· οι κομματικοί μηχανισμοί καταφέρνουν συχνά να σύρουν κινήματα και αγώνες πίσω από τον κοινοβουλευτισμό και τις εκλογές, προωθώντας την ψευδαίσθηση ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν μέσω μηχανισμών που έρχονται από τα πάνω. Είναι αλήθεια πως ο δρόμος της αυτοοργάνωσης απαιτεί την προσωπική ευθύνη, δέσμευση και δράση, σε αντίθεση με την ευκολότερη επιλογή της ανάθεσης. Η εύκολη αυτή επιλογή όμως έρχεται πάντοτε μαζί με τεράστιο κόστος: το κόστος της αποστέρησης της ελευθερίας μας, της δυνατότητάς μας να αποφασίζουμε και να πράττουμε οι ίδιοι/ες για τους εαυτούς μας και όσα μας αφορούν.
Οι αγώνες μας στο σήμερα
Ως κομμάτι των καταπιεσμένων και εκμεταλλευόμενων, μας ενδιαφέρει η άμεση βελτίωση των συνθηκών ζωής, τόσο της δικής μας όσο και του συνόλου της τάξης μας1. Για το σκοπό αυτό, συμμετέχουμε και στεκόμαστε αλληλέγγυοι/ες σε κάθε αιτηματικό / διεκδικητικό αγώνα που διαπνέεται από λογικές έστω και μερικής ρήξης ή αντίστασης. Παράλληλα, το όραμά μας για την αυριανή κοινωνία μας ωθεί στο να αγωνιζόμαστε στο σήμερα προσπαθώντας να διαμορφώσουμε τους όρους για τη μετάβαση στην αυριανή κοινωνία. Στην κοινωνία που επιθυμούμε πραγματικά να ζούμε, στην κοινωνία που οραματιζόμαστε.
Οι κοινωνικοί και ταξικοί αγώνες αποτελούν ένα σταθερό έδαφος συλλογικοποίησης και ενδυνάμωσης των δεσμών ταξικής και κοινωνικής αλληλεγγύης, συμβάλλουν στη συνειδητοποίηση της συλλογικής μας δύναμης και στη ριζοσπαστικοποίηση των αγωνιζόμενων, καλλιεργούν την εγγενή διάθεση για ελευθερία και συμβάλλουν στο βάθεμα των υπαρκτών ρωγμών του συστήματος και τη δημιουργία νέων. Στους αγώνες αυτούς συμμετέχουμε ενεργά, ως κομμάτι της κοινωνίας και της τάξης μας και όχι ως ειδικοί/ες ή οποιουδήποτε τύπου επαναστατικές πρωτοπορίες, προσπαθώντας ταυτόχρονα να αναδείξουμε ότι κάθε συνθήκη εκμετάλλευσης και καταπίεσης παράγεται, αναπαράγεται και διαιωνίζεται από το κράτος, το κεφάλαιο και κάθε εξουσιαστική κοινωνική σχέση, και προτάσσοντας την ολική ρήξη με αυτά.
Οι κοινωνικές ταυτότητες δεδομένα ποικίλλουν (ως προς την τάξη, τη μόρφωση, το φύλο, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, κ.ά.). Ως εκ τούτου, οι κοινωνικοί/ταξικοί/πολιτικοί αγώνες είναι πολυεπίπεδοι και διαρθρώνονται σε κάθε έκφανση του ανθρώπινου βίου (πχ. αγώνες ενάντια στη λεηλασία του φυσικού περιβάλλοντος, αγώνες για ασφάλιση, περίθαλψη, χαρτιά, στέγαση, μετακινήσεις κ.ά). Στη βάση αυτή, θεωρούμε απαραίτητη όχι απλώς την επικοινωνία αλλά και τη διασύνδεση των επιμέρους αγώνων. Η διάδραση μεταξύ των αγωνιζόμενων υποκειμένων συμβάλλει αφενός στην ανταλλαγή εμπειριών αγώνα (τρόπων δράσης, διαχείρισης προβλημάτων, κριτικής / αυτοκριτικής, ευρύτερης αντίληψης) και την ανάπτυξη σχέσεων αλληλεγγύης, και αφετέρου στη διαμόρφωση μιας ευρύτερης εικόνας του κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι και τη μεγιστοποίηση των αποτελεσμάτων της δράσης μας.
Έτσι, παρά την αδιαμφισβήτητη μερικότητα, τις αντιφάσεις και τα όρια αυτών των αγώνων, θεωρούμε ότι αποτελούν εστίες αντίστασης και δημιουργίας, ενώ ταυτόχρονα συμβάλλουν στην επαναδημιουργία κοινωνικών σχέσεων που αμφισβητούν άμεσα το υπάρχον σύστημα, τη συνειδητοποίηση της ταξικής μας θέσης, την ανάπτυξη της διάθεσης για αγώνα κι ελευθερία. Έκτος από τη συμμετοχή μας στους επιμέρους αγώνες θεωρούμε σημαντικότατη τη δημιουργία και τη στήριξη δομών βασισμένων στην ελευθερία, την ισότητα και την αλληλεγγύη, στα πλαίσια της επανοικειοποίησης κάθε πτυχής της κοινωνικής ζωής. Προτάσσουμε την αυτοοργάνωση σε συλλογικότητες και δίκτυα, τη δημιουργία ταξικών σωματείων βάσης, τοπικών συνελεύσεων γειτονιάς, αγροτικών-εργασιακών συνεργατικών δομών ή κολεκτίβων, θεματικών συλλογικοτήτων (για ζητήματα υγείας, φύλου, εκπαίδευσης, πολιτιστικά, οικολογίας, αθλητισμού), πολιτιστικών-κοινωνικών στεκιών, καταλήψεων, αυτοδιαχειριζόμενων χώρων. Τέτοιου τύπου δομές μπορούν να δημιουργηθούν σε κάθε γεωγραφική περιοχή, με την ταυτόχρονη δημιουργία δικτύων μεταξύ τους, ώστε να επικοινωνούν και να συμπράττουν και υπερτοπικά.
Πέρα από το να καλύπτουν, στο μέτρο του εφικτού, τις ανάγκες για τις οποίες δημιουργήθηκαν, οι δομές αυτές μπορούν να αποτελέσουν το πρόπλασμα της αυριανής κοινωνίας. Προκειμένου λοιπόν να λειτουργήσουν προς την απελευθερωτική κατεύθυνση (της ατομικής και κοινωνικής απελευθέρωσης), ο τρόπος λειτουργίας τους οφείλει να αντανακλά την κοινωνία του μέλλοντος. Έτσι, τα εγχειρήματα αυτά αποφασίζουν συλλογικά, αντιιεραρχικά, αμεσοδημοκρατικά (συνδιαμόρφωση, χωρίς εξαναγκασμό ή καταπίεση των μειοψηφούντων), με τη συμμετοχή στις δράσεις να επιλέγεται στη βάση των ελεύθερων συμφωνιών. Λειτουργούν μακριά από λογικές επιβολής απόψεων, πατροναρίσματος και δογματισμού, με σεβασμό στην άποψη όλων των συμμετεχόντων/ουσών.
Οι συλλογικές μας συμμετοχικές συνελεύσεις είναι οι κοινότητες ελευθερίας μας. Αυτές οι δομές αποτελούν τα μεγάλα και μικρά μας αυτοοργανωμένα σχολεία, στα οποία προωθείται η αυτομόρφωσή μας και η διάχυση της γνώσης, η ανάληψη ευθύνης και η δέσμευση όλων μας στις κοινές αποφάσεις προκειμένου να σπάσουν οι λογικές ατομικισμού, απάθειας και ανάθεσης σε τρίτους να αποφασίζουν για τη ζωή μας.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν πεδία ρήξης, αμφισβήτησης και αποδόμησης του Κεφαλαίου ως υλική και κοινωνική σχέση. Συμβάλλουν στο να μη θεωρούνται τα αγαθά αντικείμενα εμπορίου και χρηματικής συναλλαγής. Στο να παράγονται για να χρησιμοποιούνται από όσους/ες τα παράγουν και να προσφέρονται σε όσους/ες τα έχουν ανάγκη. Αποτελούν ταυτόχρονα πεδία ρήξης, αμφισβήτησης και αποδόμησης του Κράτους ως υλική και κοινωνική σχέση. Συμβάλλουν στην άρνηση της διαμεσολάβησης τρίτων σε κάθε πτυχή της κοινωνικής μας ζωής. Στην αμφισβήτηση κάθε εξουσιαστικής σχέσης, την άρνηση της επιβολής, της ιεραρχίας, της ύπαρξης ειδικών που θα αποφασίζουν. Στη δημιουργία των όρων για την κοινωνική αυτοδιευθυνση.
Παρά τη χρησιμότητα όμως αυτών των διεκδικητικών / αιτηματικών αγώνων και δομών, όσο υπάρχει κράτος και καπιταλισμός, τίποτε δεν μπορεί να λειτουργήσει έξω και πέρα από τον έλεγχο τους. Έτσι, οι όποιες κατακτήσεις εντός συστήματος θα παραμένουν πάντα πρόσκαιρες και επισφαλείς. Η ιστορική εμπειρία και η κινηματική μνήμη τεκμηριώνει ότι το κρατικό-καπιταλιστικό σύστημα δυνητικά μπορεί να ενσωματώνει ή και να αφομοιώνει τόσο κοινωνικούς/ταξικούς/ πολιτικούς αγώνες όσο και προτάγματα, όταν υιοθετούνται ρεφορμιστικές τακτικές-πρακτικές, εξουσιαστικές λογικές και αιτήματα που αποσκοπούν στον εξωραϊσμό του υπάρχοντος και όχι στην καταστροφή του. Άλλωστε, κράτος και κεφάλαιο επιλέγουν πολλές φορές την τακτική υποχώρηση και αναδίπλωση μπροστά σε διεκδικητικούς αγώνες προκειμένου αυτοί να μην προσλάβουν χαρακτηριστικά ευρύτερης αμφισβήτησης και ριζοσπαστικοποίησης, αλλά να καταστούν ελέγξιμοι και χειραγωγήσιμοι.
Κατά συνέπεια, αν, παράλληλα και ταυτόχρονα με τους όποιους διεκδικητικούς αγώνες στο σήμερα, δεν τίθεται η ευρύτερη επαναστατική προοπτική, αυτοί είναι καταδικασμένοι να παραμείνουν μερικοί, αποσπασματικοί, ασύνδετοι και αφομοιώσιμοι. Γι’ αυτό, κρίνουμε αναγκαία συνθήκη και προϋπόθεση τη συνολικοποίηση των μερικών αγώνων και διεκδικήσεων, τη ριζοσπαστικοποίησή τους και την ανάδειξη του συνολικού επαναστατικού προτάγματος σε καθέναν από αυτούς, στην κατεύθυνση της κοινωνικής και ατομικής απελευθέρωσης. Την ανάδειξη του προτάγματος της κοινωνικής επανάστασης. Σε αυτά τα πλαίσια προκρίνουμε και προωθούμε τη συγκρότηση πολιτικών ομάδων-συλλογικοτήτων, οι οποίες αποσκοπούν στη διάδοση του συνολικού χαρακτήρα της κοινωνικής επανάστασης, θέτοντας ευρύτερες προοπτικές. Οι ομάδες αυτές αποτελούν μέσα πάλης και αγώνα της τάξης μας, γι’ αυτό και συγκροτούνται από ανθρώπους της, από αγωνιστές και αγωνίστριες που έχουν κατακτήσει ευρύτερες πολιτικές συμφωνίες μεταξύ τους και αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα διάδοσης των αναρχικών ιδεών-προταγμάτων. Αυτές οι ομάδες αναλύουν την κοινωνική πραγματικότητα, επεξεργάζονται και προτείνουν τρόπους αγώνα στο σήμερα και σκιαγραφούν προοπτικές ακρατικής-αταξικής κοινωνικής οργάνωσης θέτοντας ευρύτερα το συνολικό πολιτειακό ζήτημα.
Ως αναρχικοί/ές, έχουμε εμπιστοσύνη στην τάξη μας και θεωρούμε ότι η απελευθέρωση των πολιτικά καταπιεσμένων και οικονομικά εκμεταλλευόμενων θα είναι έργο των ίδιων ή δε θα είναι απελευθέρωση. Η κοινωνική επανάσταση δεν μπορεί να αποτελεί την έκφραση της βούλησης ή του σχεδιασμού μιας μειοψηφικής επαναστατικής πρωτοπορίας αναρχικής, αριστερής ή άλλης. Γι΄αυτό και θεωρούμε ότι αναγκαία συνθήκη για την πραγμάτωση της κοινωνικής επανάστασης αποτελεί η ύπαρξη ενός πολυπληθούς κι οργανωμένου κινήματος που θα διαπνέεται από το συλλογικό όραμα για μια νέα κοινωνία και θα κινείται στην κατεύθυνση της υλοποίησής της. Ένα τέτοιο κίνημα που αποτελείται από το σύνολο των αγωνιζόμενων που δρουν συλλογικά μέσα στην κοινωνία, θα θέσει ως στόχο -μέσα από κοινές θέσεις, περιεχόμενα και αξίες- την υπέρβαση του εκμεταλλευτικού-εξουσιαστικού συστήματος, θέλοντας να οργανώσει την κοινωνική ζωή από τη βάση και οριζόντια, χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση ανθρώπου από άνθρωπο. Θεωρούμε ότι η διασύνδεση των επιμέρους και η συνολικοποίηση των μερικών αγώνων ότι συμβάλλει στην ανάπτυξη και την οργάνωση ενός τέτοιου ελευθεριακού κινήματος.
Ένα ελευθεριακό κίνημα δεν αφορά προφανώς μόνο τους/ις αναρχικούς/ες ή όσους/ες εμπνέονται από τις αναρχικές ιδέες και προτάγματα. Αφορά τον καθένα και την καθεμιά που έχει επιλέξει τον συλλογικό, αντιιεραρχικό, οριζόντιο και αυτοθεσμιζόμενο τρόπο λειτουργίας και συμμετοχής. Κάθε άνθρωπο που θέλει να αποφασίζει καθημερινά ο ίδιος για τη ζωή του και όλα όσα τον αφορούν, ενάντια σε λογικές διαμεσολάβησης, αντιπροσώπευσης και παθητικότητας. Καθέναν και καθεμιά που δεν δέχεται την εκμετάλλευση και την καταπίεση ως ορούς ζωής άλλα επιλέγει την αξιοπρέπεια, την αντίσταση και τον αγώνα και εξεγείρεται ενάντια σε κάθε μορφή αδικίας και επιβολής.
Ως αναρχικές/οι αγωνιζόμασταν και θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε για την οικοδόμηση μιας κοινωνίας χωρίς εκμεταλλευτές κι εκμεταλλευόμενους, χωρίς καταπιεστές και καταπιεζόμενους, χωρίς εξουσιαστές κι εξουσιαζόμενους, για την καταστροφή του κράτους και του κεφαλαίου. Για την κοινωνική επανάσταση. Αντιλαμβανόμαστε την κοινωνική επανάσταση, όχι ως στατικό και στιγμιαίο ιστορικό σημείο, όχι ως «έφοδο στα χειμερινά ανάκτορα» για την κατάληψη της εξουσίας, αλλά αντίθετα, ως διαρκή διαδικασία μετασχηματισμού κι επαναπροσδιορισμού των κοινωνικών σχέσεων, της ατομικής και συλλογικής συνείδησης. Για μια κοινωνία ελευθερίας, ισότητας και αλληλεγγύης.
Η κοινωνία που οραματιζόμαστε
Στόχος μας είναι η ελεύθερη και ολόπλευρη ανάπτυξη και διαβίωση όλων των ανθρώπων. Το ατομικό και συλλογικό αυτεξούσιο. Η ανάπτυξη κοινωνικών σχέσεων πολίτικης ελευθερίας, οικονομικής ισότητας και κοινωνικής αλληλεγγύης. Αυτό που προτείνουμε και για το οποίο αγωνιζόμαστε είναι μια ζωή με άλλους όρους και ποιότητες διαβίωσης σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο. Χωρίς καταναγκασμούς, με γνώση και συνείδηση του ότι η ατομική μας ευημερία εξαρτάται από την ευημερία του συνόλου. Βασικές προϋποθέσεις στην κατεύθυνση αυτή είναι η συμμετοχή,η αυτενέργεια, η δημιουργικότητα. Χωρίς να θεωρούμε ότι έχουμε τις μόνες ορθές προτάσεις, χωρίς να έχουμε την πρόθεση να τις επιβάλλουμε, αναλογιζόμενοι/ες και τις ιδιαιτερότητες κάθε τόπου, γνωρίζουμε ότι η εφαρμογή τους έγκειται στην αποδοχή τους από μεγάλα κοινωνικά τμήματα (και όχι στη βίαιη επιβολή τους από ολιγομελείς “πρωτοπορίες” ή “επαναστατικά” κόμματα), τα οποία θα τις επεξεργαστούν, θα τις προσαρμόσουν στις δικές τους ανάγκες και ιδιαιτερότητες και θα τις υλοποιήσουν.
Τρόπος λήψης αποφάσεων
Προτάσσουμε την κοινωνική οργάνωση βασισμένη στην ελεύθερη ομοσπονδιοποίηση αυτοοργανωμένων και αυτοδιευθυνόμενων κοινοτήτων-κομμούνων. Κοινοτήτων που δημιουργούνται βάσει αναγκών κι επιθυμιών, οι οποίες αυτορρυθμίζονται μέσα από συλλογικά, τοπικά (γειτονιάς ή πόλης), παραγωγικά (αγροτικά, κτηνοτροφικά, βιομηχανικά, υπηρεσιών), καταναλωτικά συμβούλια. Τα μέλη της κοινότητας -πλήρως ισότιμα- χωρίς διακρίσεις φύλου, φυλής, ηλικίας, σεξουαλικού προσανατολισμού, σωματικής ικανότητας, κ.ά. λαμβάνουν τις αποφάσεις τους με οριζόντιες διαδικασίες, πολιτικά-οικονομικά-κοινωνικα ισότιμες και ανεξούσιες. Οι αποφάσεις λαμβάνονται από συνελεύσεις των μελών της κοινότητας με συζήτηση και συνδιαμόρφωση προτάσεων, με πλαίσιο σεβασμού κάθε άποψης -και της διαφωνούσας- αμεσοδημοκρατικά , χωρίς δέσμευση ή καταπίεση της μειοψηφίας. Παράλληλα, οι αποφάσεις λαμβάνονται αποκεντρωτικά, χωρίς κέντρα άσκησης εξουσίας, χωρίς θεσμούς διαχωρισμένους από το κοινωνικό σώμα. Όπου απαιτείται εκπροσώπηση (το κοινωνικό σώμα αποφασίζει και ο εκπρόσωπος μεταφέρει αυτούσια τις αποφάσεις του), σε αντίθεση με την αντιπροσώπευση (εν λευκώ εξουσιοδότηση του αντιπροσώπου για τη λήψη αποφάσεων στο όνομα του κοινωνικού σώματος), αυτή είναι κυκλική και άμεσα ανακλητή. Οι εκπρόσωποι μεταφέρουν αποκλειστικά και μόνο τις αποφάσεις της κοινότητάς τους, καθώς και τον βαθμό ελαστικότητας αυτών των αποφάσεων, και τις συνδιαμορφώνουν εκ νέου με τους εκπροσώπους των άλλων κοινοτήτων. Οι κοινότητες αναπτύσσουν μηχανισμούς αυτοπροστασίας και αυτοάμυνας αυτοπροστατεύονται από το σύνολό τους, διασφαλίζοντας ότι δε θα αναπτυχθούν φαινόμενα αυτοαναίρεσής τους.
Οικονομία, εργασία, εκπαίδευση
Θέλουμε να εργαζόμαστε για την δική μας ευημερία αλλά και την ευημερία ολόκληρης της κοινωνίας, σε εργασίες που επιλέγουμε οι ίδιοι/ες ανάλογα με τις δυνατότητες και τις ανάγκες μας. Προτάσσουμε την κατάργηση του χρήματος ως μέσου συναλλαγής και συσσώρευσης πλούτου, προτάσσουμε μια οικονομία αναγκών και επιθυμιών (με σεβασμό στη φύση και στην περιβαλλοντική ισορροπία) οι οποίες επεξεργάζονται, καλύπτονται και υλοποιούνται από τις κομμούνες. Κάνεις και καμία δε θα εργάζεται για την παραγωγή υπεραξίας και το σύνολο του κοινωνικού προϊόντος θα ανήκει και διανέμεται ελεύθερα στην κοινωνία. Συνεπώς, οι ώρες εργασίας θα ελαχιστοποιηθούν, καθώς επιπλέον η επιστήμη και η τεχνολογία θα τεθούν στην υπηρεσία του ανθρώπου στην κατεύθυνση της μείωσης του ανθρώπινου μόχθου. Επιπλέον, η εξάλειψη του παραλογισμού της ανεργίας και η εργασία όσων μπορούν να προσφέρουν θα συμβάλει στην ισότιμη κατανομή των αναγκών της παραγωγής. Τη διανομή των προϊόντων αναλαμβάνει η κοινότητα ή καταναλωτικά συμβούλια και γίνεται στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του. Η αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή υλοποιείται με ήπια χρήση της τεχνολογίας. Στοχεύει στη διασφάλιση της μεγαλύτερης δυνατής αυτάρκειας κάθε κοινότητας, ενώ σε κοινότητες με ελλιπή παραγωγή (λόγω τοπικών ή έκτακτων συνθηκών), η αυτάρκεια εξασφαλίζεται μέσω συνδρομής/αλληλεγγύης άλλων κοινοτήτων.
Οι δομές της παραγωγής αυτοδιευθύνονται από τους ίδιους τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες, καλλιεργώντας έτσι τη συνεργασία και την προσωπική υπευθυνότητα. Καταργείται κάθε αξιολογική ή άλλη διάκριση μεταξύ πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας. Όλοι/ες συμμετέχουν ισότιμα. Στα πλαίσια αυτά, αίρεται η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, αφήνοντας παράλληλα το περιθώριο ταυτόχρονης επιλογής και της ατομικής παραγωγής, όπου κάθε άνθρωπος θα έχει τη δυνατότητα να παράγει ό,τι αποφασίζει ο ίδιος, χωρίς όμως να εκμεταλλεύεται την εργασία άλλων. Σε τομείς οι οποίοι είναι μεν αναγκαίοι για την επιβίωση (π.χ. διακομιδή απορριμάτων) αλλά δεν είναι ευχάριστοι και στους οποίους απαιτείται μόνιμη παρουσία εργαζόμενων, θα υπάρχει κυκλική εναλλαγή ατόμων.
Η βασική ανάγκη των ανθρώπων για στέγαση διασφαλίζεται για όλους μέσω της οικοδόμησης ή της συνδρομής από την κοινότητα, χωρίς όμως τη δυνατότητα κληρονομικής μεταβίβασης. Αυτό δε σημαίνει ότι δίνεται η δυνατότητα στην κοινότητα να παραβιάσει την ιδιωτικότητα και το αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης της οικίας του μέλους ή των μελών της (ιδιοχρησία της κατοικίας).
Η κάλυψη των ενεργειακών αναγκών επιτυγχάνεται με όσο το δυνατό καθαρότερους τρόπους παραγωγής, ελαχιστοποιώντας την περιβαλλοντική επιβάρυνση. Η παραγωγή γίνεται αποκεντρωμένα σε τοπικό επίπεδο, όπου αυτό είναι δυνατό (στα πλαίσια της αυτάρκειας της κοινότητας).
Η κοινωνική ανάγκη για μεταφορές καλύπτεται συλλογικά με δημόσια / κοινοτικά μέσα μαζικής μεταφοράς. Δεν παραβλέπουμε ωστόσο την ανάγκη ατομικής μετακίνησης, η οποία καλύπτεται με τη χρήση και ατομικών μέσων μεταφοράς.
Η παιδεία αποτελεί κοινωνικό μέλημα και αποσκοπεί στην ολόπλευρη ανάπτυξη των ανθρώπων (πνευματική, ψυχοσυναισθηματική, ηθικοπολιτική), με έμφαση στη δυνατότητα αυτομόρφωσής τους, την αυτενέργεια και την αγάπη τους για τη γνώση. Η μάθηση συνδέεται με τη φυσική και κοινωνική βιωμένη εμπειρία. Προωθεί τη συλλογικοποίηση, την καλλιέργεια της συνεργασίας, της αλληλεγγύης, της αλληλοβοήθειας. Παράλληλα, η διάδραση διδασκόντων-διασκόμενων γίνεται με τρόπο κατά το δυνατόν πιο ισότιμο. Όλοι οι άνθρωποι λαμβάνουν βασικές επιστημονικές γνώσεις σε ποικίλα πεδία θετικών και κοινωνικών επιστημών. Η ανθρώπινη γνώση παράγεται κοινωνικά και ταυτόχρονα συνιστά μέσο ισχύος, και δυνητικά κυριαρχίας, γι’ αυτό και δεν μπορεί να αποτελεί προνομιακό πεδίο κάποιας μειοψηφίας. Είναι κατά συνέπεια αναγκαία η δυνατότητα να έχει πρόσβαση κάθε άνθρωπος σε αυτήν, προκειμένου να αποτραπεί η συγκρότηση οποιασδήποτε μορφής επιστημονικής / τεχνοκρατικής ελίτ (η οποία θα διαμορφώσει νέες μορφές εξουσίας). Οι απαραίτητοι/ες ειδικοί/ες (χειρουργοί, μηχανικοί, ερευνητές/ριες κ.λπ.) θα έχουν συμβουλευτικό ρόλο και βαρύνουσα άποψη αμιγώς στα ζητήματα της ειδικότητάς τους. Η βαρύτητα της άποψής τους σταματά αποκλειστικά στα όρια της ειδικότητάς τους.
Στο πεδίο του πολιτισμού και της ψυχαγωγίας οραματιζόμαστε την πλήρη κοινωνικοποίηση των πολιτισμικών αγαθών. Η δημιουργική έκφραση παράγεται από όλους/ες για όλους/ες, οι χώροι άθλησης και ψυχαγωγίας είναι καθολικά προσβάσιμοι και αποτελούν μέλημα της κοινότητας. Ταυτόχρονα, η κοινότητα μεριμνά για την ύπαρξη χώρων κοινωνικής συνεύρεσης και ψυχαγωγίας.
Αλληλεγγύη
Θεωρούμε ότι η ελευθερία μας ξεκινά εκεί που ξεκινά και η ελευθερία του άλλου. Η ευημερία μας εξαρτάται από την ευημερία της κοινωνίας στην οποία ζούμε. Έχοντας αυτά κατά νου, η ανάπτυξη σχέσεων αλληλεγγύης μεταξύ των μελών της κοινωνίας είναι ο μόνος τρόπος εξασφάλισης τόσο της ελευθερίας όσο και της ευημερίας. Η αλληλοβοήθεια και η συνεργασία μεταξύ των μελών μιας κοινότητας παράγει ισχυρούς κοινωνικούς δεσμούς και επικοινωνία. Κάθε άτομο, αναγνωρίζοντας την αλληλεξάρτησή του με την κοινότητα και ευρύτερα με την κοινωνία στην οποία ζει, θα αποφεύγει να στρέφεται εναντίον της και να καταστρατηγεί τις κοινές αποφάσεις και συμφωνίες της.
Για μια τέτοια κοινωνία αγωνιζόμαστε, σε μια τέτοια κοινωνία θα θέλαμε να ζούμε. Αυτά τα προτάγματα συμπυκνώνει για εμάς ο αναρχικός κομμουνισμός. Γι’ αυτή την κοινωνία θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε.
Μένοντας μακριά από αριστερές ή φιλελεύθερες αυταπάτες, κατανοούμε ότι η ατομική μας ελευθερία εξαρτάται άμεσα από την κοινωνική ελευθερία. Κατανοούμε ότι σε μια κοινωνία σκλάβων κανείς δεν μπορεί να είναι ελεύθερος. Κατανοούμε κάθε μέρα και περισσότερο την αναγκαιότητα της κοινωνικής επανάστασης.
Για μια κοινωνία ελευθερίας, ισότητας, αλληλεγγύης.
Για τη γενικευμένη κοινωνική αυτοδιεύθυνση, για την αναρχία.
1. Αναφερόμενοι/ες στον όρο τάξη εννοούμε όλους/ες όσοι/ες βρίσκονται υπό συνθήκη οικονομικής εκμετάλλευσης και πολιτικής καταπίεσης. Πιο συγκεκριμένα, στην τάξη μας εμπεριέχονται όλοι/ες όσοι/ες χρειάζεται να δουλέψουν για να επιβιώσουν χωρίς να έχουν έλεγχο πάνω στην εργασία τους και σε αποφάσεις που σχετίζονται με αυτήν, ενώ ταυτόχρονα στερούνται πολιτικής ισχύος (εργάτες/ριες, άνεργοι/ες, υπάλληλοι χωρίς διευθυντική εξουσία, αγρότες/ισσες, μαθητές/ριες, συνταξιούχοι με μικρή ιδιωτική περιουσία). Αυτό το κριτήριο δεν σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζουμε διακυμάνσεις και διαφοροποιήσεις εντός της τάξης μας ως προς το βαθμό εκμετάλλευσης και καταπίεσης (πχ μετανάστες-γηγενείς/άνδρες-γυναίκες). Επίσης -κι εδώ έγκειται σε μεγάλο βαθμό η επιτυχία του εξουσιαστικού/εκμεταλλευτικού συστήματος- η συνθήκη της οικονομικής εκμετάλλευσης και πολιτικής καταπίεσης καθαυτή δεν συνεπάγεται αυτόματα ότι το υποκείμενο που βρίσκεται σε μια ταξική θέση υπεραμύνεται των συμφερόντων της τάξης του, έχοντας συνείδηση αυτής. Επιπλέον, ένα πλέγμα εξουσιαστικών σχέσεων (πολλές από τις οποίες προϋπήρχαν του καπιταλισμού) διατρέχει κάθετα το κοινωνικό σώμα (όπως η πατριαρχία και ο ρατσισμός) και αναπαράγεται από αυτό, συνεπώς και από την τάξη μας. Οι σχέσεις αυτές συνιστούν μορφές κοινωνικής καταπίεσης, για αυτό και αγωνιζόμαστε για την καταστροφή τους. Κατά συνέπεια, μιλώντας για κοινωνική απελευθέρωση δεν αναφερόμαστε αποκλειστικά στην άρση της οικονομικής εκμετάλλευσης και της πολιτικής καταπίεσης, αλλά και κάθε εξουσιαστικής σχέσης και επιβολής ανθρώπου πάνω σε άνθρωπο. Τα αναρχικά προτάγματα είναι πανανθρώπινα και δεδομένα απευθύνονται σε όλους, συμπεριλαμβανομένων και των εκμεταλλευτών και εξουσιαστών, καλώντας τους να εγκαταλείψουν τα όποια προνόμιά τους και να συμβιώσουν με όρους ισότητας και ισοτιμίας. Ωστόσο, επειδή η ιστορία δείχνει ότι αυτό δεν είναι διατεθειμένοι να το κάνουν, θεωρούμε ότι τα προτάγματα και το αξιακό μας πλαίσιο είναι πολύ πιο πιθανό να γίνουν αποδεκτά από την τάξη μας.