Ενάντια στον κοινοβουλευτισμό και τις εκλογικές αυταπάτες

 

Ενάντια στον κοινοβουλευτισμό και τις εκλογικές αυταπάτες

Τελικά, η “ελπίδα” του ΣΥΡΙΖΑ ήρθε, επέλασε, και απέρχεται. Πρόκειται για τη μοναδική κυβέρνηση που κατάφερε να εξαντλήσει τετραετία (με τη στήριξη των ακροδεξιών ΑΝΕΛ) κατά τα χρόνια της κρίσης. Τα επιτεύγματά της όμως δεν σταματούν εδώ. Κατάφερε να ενσωματώσει το μεγαλύτερο μέρος των κινημάτων, να σταθεροποιήσει τον ασθμαίνοντα και κοινωνικά απονομιμοποιημένο κοινοβουλευτισμό, να επανεγκαθιδρύσει τον δικομματισμό και βέβαια να συνεχίσει και να επεκτείνει τα αντικοινωνικά μέτρα, με ελάχιστες κοινωνικές/ταξικές αντιστάσεις.

Η απερχόμενη κυβέρνηση αποτέλεσε μια βαλβίδα πρόσκαιρης αποσυμπίεσης της συσσωρευμένης κοινωνικής οργής, ακολουθώντας πιστά τα βήματα της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατικής φούσκας, του ΠΑΣΟΚ. Όταν ακόμα ήταν αντιπολίτευση, αυτοπροβλήθηκε ως αντιπρόσωπος και διαμεσολαβητής των κινημάτων και των κοινωνικών-ταξικών αγώνων, στους οποίους ποτέ δεν έπαιξε ενεργό ρόλο. Προσπάθησε να τους απονευρώσει και να τους χειραγωγήσει προκειμένου να τους εξαργυρώσει στην κάλπη. Και το κατάφερε. Το πρόβλημα βέβαια δεν είναι ότι ο αριστερός κυβερνητισμός πάτησε στην πλάτη κινημάτων, αλλά κυρίως ότι αυτά θεώρησαν πως θα μπορούσαν να επιτύχουν οτιδήποτε μέσω της ανάθεσης, προκρίνοντας την άνοδό του στην εξουσία. Η “πρώτη φορά αριστερά” ανανέωσε προσωρινά την εικόνα του καθεστώτος, μέχρι που τελικά οδηγήθηκε στην αποτίναξη του κινηματικού της προσωπείου, όπως επέβαλλε η θέση της (αποδεικνύοντας γι’ ακόμη μια φορά πως το κράτος έχει συνέχεια). Αφότου ο ΣΥΡΙΖΑ μάζεψε άρον άρον τις μεγαλόστομες προεκλογικές του διακηρύξεις, και μετά από μια προσχηματική “μάχη με τους θεσμούς” κατάφερε, μέσα από το μεγάλο κόλπο του δημοψηφίσματος, να νομιμοποιήσει τη συνέχιση της μνημονιακής πολιτικής των προηγούμενων κυβερνήσεων και ταυτόχρονα να εξασφαλίσει την επανεκλογή του. Έκτοτε, παράλληλα με την εφαρμογή των όρων του μνημονίου που ο ίδιος επέβαλε, προσπάθησε μέσω μικροπαροχών (κοινωνικό μέρισμα, επιδόματα κ.λπ.) και της αναγνώρισης ορισμένων κοινωνικών δικαιωμάτων (σύμφωνο συμβίωσης για ομόφυλα ζευγάρια, αναγνώριση της ταυτότητας φύλου κ.λπ.), να κατασκευάσει το πολιτικό προφίλ της υπεύθυνης σοσιαλδημοκρατικής δύναμης. Τελικά αυτό που πραγματικά κατάφερε ήταν να συμβάλει στην επικράτηση του νεοφιλελεύθερου δόγματος there is no alternative (δεν υπάρχει εναλλακτική, άλλη από τον κρατισμό και τον καπιταλισμό), στην απρόσκοπτη συνέχιση της εγκαθίδρυσης του σύγχρονου ολοκληρωτισμού.

Μετά από μια δεκαετία κρατικής και καπιταλιστικής κρίσης και αναδιάρθρωσης, φαίνεται πως η εμπιστοσύνη στον κοινοβουλευτισμό, η δικομματική πόλωση και η λογική της ανάθεσης επανεδραιώνεται σε ένα μέρος της κοινωνίας. Όταν οι αριστερές ελπίδες αποδεικνύονται φρούδες, όταν αποτυγχάνει ο υποψήφιος αριστερός σωτήρας, η λογική της ανάθεσης έρχεται να παράξει τον επόμενο εθνικό (δεξιό αυτή τη φορά) σωτήρα. Από τις ξεκάθαρες προεκλογικές δηλώσεις της ΝΔ, που όπως όλα δείχνουν θα αποτελέσει την επόμενη κυβέρνηση, για τις νεοφιλελεύθερες οικονομικά και ακροδεξιές πολιτικά “μεταρρυθμίσεις” της, καταλαβαίνουμε πως το πέπλο της κοινωνικής λήθης πυκνώνει και το δόγμα της ασφάλειας εμπεδώνεται. Η εναλλαγή κομμάτων στην εξουσία αποτελεί τρόπο αυτορρύθμισης του κοινοβουλευτισμού, απόσβεσης των όποιων κοινωνικών κραδασμών ενδέχεται να κλονίσουν την κυριαρχία και τη συνέχεια του κράτους και του κεφαλαίου.

Σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, ένα νέο δίλημμα τίθεται από τη μεριά του κράτους. Τα διλήμματα αυτά θέτουν το πολιτικό πλαίσιο στο οποίο το ίδιο επιθυμεί να κινηθεί οποιαδήποτε πολιτική αντιπαράθεση. Οριοθετούν ταυτόχρονα και τις πιθανές απαντήσεις, ώστε αυτές να συνεχίσουν να εξυπηρετούν τα συμφέροντα του κράτους και του κεφαλαίου. Κραυγαλέο παράδειγμα αποτέλεσε το δημοψήφισμα του 2015. Η “δημιουργική ασάφεια” του ερωτήματος έδωσε χώρο σε κάθε τυχοδιωκτικό πολιτικό μόρφωμα να φαντασιωθεί την επόμενη μέρα ενός “ΟΧΙ” όπως το συνέφερε, και να προσπαθήσει να το φέρει στα μέτρα του (λαϊκό ΟΧΙ, ταξικό ΟΧΙ, ΟΧΙ χωρίς αυταπάτες κ.λπ.). Όπως κι αν χρωμάτισε, μετέφρασε ή υποτίτλισε το περιεχόμενο του δημοψηφίσματος η εκάστοτε πολιτική δύναμη που ενεπλάκη σε αυτό, για εμάς το πλαίσιο του δημοψηφίσματος ήταν εξ αρχής ξεκάθαρο. Ήταν αυτό που έθεταν οι κρατικοί διαχειριστές με την ανακήρυξή του, προκειμένου να χειριστούν την οποιαδήποτε απάντηση προς το δικό τους συμφέρον. Φτάνοντας στο σήμερα, με τη διαφαινόμενη εξομάλυνση του πολιτικού συστήματος, περάσαμε από τα διλήμματα “μνημόνιο-αντιμνημόνιο”, “ευρώ-δραχμή” κ.λπ., στο κλασσικότερο “αριστερά-δεξιά”. Η προπαγάνδα των δυο επίδοξων σωτήρων περιστρέφεται γύρω από τη λογική του μικρότερου κακού, είτε με την αριστερή εκδοχή της απειλής της “δεξιάς παλινόρθωσης” είτε με την δεξιά εκδοχή της “ελάφρυνσης των φορολογικών βαρών”. Σκοπός τους είναι ο εγκλωβισμός του κοινωνικού σώματος γύρω από κατασκευασμένα δίπολα προορισμένα να διαιωνίζουν την ύπαρξη του εκμεταλλευτικού και καταπιεστικού συστήματος. Θέτουν τα δικά τους ερωτήματα, δίνουν τις δικές τους απαντήσεις, αποστερώντας τη δυνατότητα αμφισβήτησης του πλαισίου της αστικής δημοκρατίας.

Πέρα από τον κλασσικό δικομματισμό (πυλώνα του κοινοβουλευτισμού σε κάθε κράτος) δεν προσπερνάμε την σημασία όλων αυτών των κομμάτων-δορυφόρων που λειτούργησαν και λειτουργούν ως δίχτυ προστασίας, μαζεύοντας τις ψήφους των απογοητευμένων από τα κόμματα εξουσίας, επαναφέροντάς τες στην υπηρεσία του κράτους (και σε αρκετές περιπτώσεις συμμετείχαν σε κυβερνήσεις). Κόμματα και πολιτικοί σχηματισμοί που παίζουν το ρόλο τους και μετά διαλύονται ή περιορίζονται σε ισχνά ποσοστά.

Σύσσωμοι οι μηντιακοί προπαγανδιστές συνεχίζουν να προσπαθούν να μας πείσουν για την “ιερή υποχρέωση του ενεργού πολίτη” να προσέλθει στις κάλπες και να ψηφίσει οτιδήποτε, επιβεβαιώνοντας την εμπιστοσύνη του στην αντιπροσώπευση. Ωστόσο, όποιος κι αν είναι ο νικητής των εκλογών, το αποτέλεσμα θα είναι η στήριξη στον κοινοβουλευτισμό και η επανασύσταση του ίδιου δικομματικού συστήματος που διαχειριζόταν το κράτος προ κρίσης. Για εμάς, η συμμετοχή στις εκλογές αποτέλεσε πάντα ταξικό συμβιβασμό και υποχώρηση. Η λογική του μικρότερου κακού και τα ψίχουλα που μοιράζει το κράτος ως φιλανθρωπία αποτελούν προσβολή και αποπροσανατολισμό για την τάξη μας. Η αλλαγή φρουράς στην κρατική διαχείριση δεν πρόκειται να φέρει καμία ριζική αλλαγή στη ζωή μας. Η κρατική και η καπιταλιστική αναδιάρθρωση θα συνεχιστούν, κι εμείς θα συνεχίσουμε να αποτελούμε υλικό προς καταπίεση κι εκμετάλλευση.

Η αποχή, είτε αποτελεί αποτέλεσμα αδιαφορίας, είτε απογοήτευσης και μοιρολατρίας, είτε τιμωρητικής στάσης, απονομιμοποιεί τον κοινοβουλευτισμό στη βάση του και θέτει υπό αμφισβήτηση τη ρητορική περί “λαϊκής κυριαρχίας”. Ωστόσο, η απαξίωση του κοινοβουλευτισμού  σε αυτό το επίπεδο δεν είναι αρκετή. Αυτό που εμείς προτάσσουμε είναι η συνειδητή αποχή, η απόρριψη του κοινοβουλευτισμού γι’ αυτό που πραγματικά είναι. Η αποχή για εμάς οφείλει να συνυπάρχει με την ενεργό συμμετοχή μας σε όλους τους αγώνες που αφορούν τη ζωή μας.

Τα προτάγματά μας δεν είναι αλά καρτ, δεν συνθηκολογήσαμε με καμία “φιλοκινηματική” και φιλάνθρωπη κυβέρνηση, περιμένοντας τα ψίχουλα που μας τάζει. Δεν φοβηθήκαμε ποτέ καμιά “αντικινηματική” κυβέρνηση και την καταστολή που μας υπόσχεται. Στηρίζουμε τους κοινωνικούς/ ταξικούς αγώνες και συμμετέχουμε σε αυτούς, προωθώντας τη διασύνδεση και τη συνολικοποίησή τους σε μια επαναστατική κατεύθυνση. Απέναντι στα διλήμματα που θέτουν οι κυρίαρχοι, εκλογικά ή άλλα, θέτουμε τα δικά μας διλήμματα και δίνουμε τις δικές μας απαντήσεις, μέσα από τους αυτοοργανωμένους, αντιιεραρχικούς, αδιαμεσολάβητους αγώνες μας για την κοινωνική επανάσταση, για τον ελευθεριακό κομμουνισμό, για την αναρχία.

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.