Για την αποχώρησή μας από την Αναρχική Ομοσπονδία

(Το κείμενο σε μορφή pdf εδώ)

Το κείμενο αυτό συγκεντρώνει τις θέσεις, την κριτική, την αυτοκριτική και τον απολογι­σμό της συλλογικότητάς μας σχετικά με την αποχώρησή μας από την Αναρχική Ομο­σπονδία (εφεξής ΑΟ). Επιλέγουμε τη δημοσιοποίηση αυτού του κειμένου, θεωρώντας ότι η επι­τυχία ή αποτυχία ενός εγχειρήματος ομοσπονδιοποίησης, αλλά και η ίδια η διαδικα­σία για τη δημιουργία του, οφείλει να αποτελεί κινηματική παρακαταθήκη για οποιαδή­ποτε άλλη παράλληλη ή μελλοντική αντίστοιχη προσπάθεια. Για την προηγούμενη προ­σπάθεια, 30 περίπου χρόνια πριν τις τωρινές, γνωρίζουμε λίγα πράγματα, κυρίως μέσα από περιγραφές μεγαλύτερων συντρόφων/ισσών που συμμετείχαν σ’αυτήν. Αγνοούμε την κριτική και την αυτοκριτική των συλλογικοτήτων που συμμετείχαν τότε. Θεωρούμε ότι η δημοσιοποίησή της θα είχε βοηθήσει κι εμάς να μην επαναλάβουμε ίδια ή αντίστοι­χα λάθη και να μπορέσουμε να υπερβούμε σφάλματα τα οποία δείχνουν να ανακυκλώνο­νται στο εσωτερικό του «χώρου».

Πρόκειται μάλλον για το «δυσκολότερο» κείμενο που έχουμε συνδιαμορφώσει μέχρι σή­μερα, μια και σημαίνει την, ελπίζουμε πρόσκαιρη, αποτυχία επίτευξης ενός στρατηγικού στόχου της συλλογικότητάς μας. Έχοντας «επενδύσει» πολύ πολιτικό χρόνο και κόπο για το συγκεκριμένο εγχείρημα και καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι πλέον δεν μας εμπε­ριέχει, βρισκόμαστε εδώ και αρκετούς μήνες σε διαδικασία απολογισμού και επανεξέτα­σης τόσο των μέχρι τώρα πολιτικών μας επιλογών όσο και της από εδώ και πέρα πορείας μας. Αυτός είναι και ο βασικότερος λόγος της μεγάλης καθυστέρησης της δημοσιοποίη­σης αυτού του κειμένου.

Όσα γεγονότα αναφέρουμε μέσα στο κείμενο παρατίθενται με σκοπό την αποτύπωση των θέσεων αλλά και του γενικότερου κλίματος που αντιληφθήκαμε εμείς να επικρατεί στην ΑΟ, δηλαδή του ευρύτερου πολιτικού πλαισίου λειτουργίας της. Για το λόγο αυτό δεν θεω­ρήσαμε σκόπιμη την αναφορά ονομάτων συλλογικοτήτων αλλά και ιδιαίτερων λε­πτομερειών για τα γεγονότα.


Η αρχή της οργανωτικής προσπάθειας

Ήδη από τις πρώτες μεταξύ μας συζητήσεις για τη δημιουργία της συλλογικότητας, η προοπτική μιας αναρχικής ομόσπονδης οργάνωσης αναγνωρίστηκε ως στρατηγικός στόχος και ως αναγκαιότητα για το αναρχικό κίνημα. Τον Οκτώβρη του 2010, στην πρώτη ανοιχτή συνέλευση για τη δημιουργία της «Συνέλευσης Αναρχικών», η οποία με­τεξελίχθηκε στην «Συνέλευση Αναρχικών για την Κοινωνική Αυτοδιεύθυνση», αναφέρα­με τις θέσεις μας για το συγκεκριμένο ζήτημα:

Λίγες σκέψεις για μια αναρχική ομοσπονδία

Το κοινωνικό οργανωτικό μοντέλο που προτείνουμε είναι ο αναρχικός φεντε­ραλισμός. (…)

Σε συμφωνία με τον τρόπο κοινωνικής οργάνωσης που προτείνουμε, θεωρούμε ως καλύτε­ρο οργανωτικό μοντέλο των αναρχικών ομάδων και συλλογικοτή­των, την ομοσπονδιοποίη­ση πάνω στη βάση κοινών (ή κοντινών) αξιακών θέσεων και προταγμάτων, με την ταυ­τόχρονη διατήρηση της αυτονομίας κάθε ομάδας/συλλογικότητας/αναρχικού εγχειρήματος που συμμετέχει.

Η σαφής διατύπωση θέσεων, θα πρέπει να καθιστά σε όλους κατανοητά τα προτάγματα και τη στόχευση ενός τέτοιου οργανωτικού εγχειρήματος. Η απο­δοχή αυτών των βασικών θέσεων θα πρέπει να αποτελεί το βασικό κριτήριο για τη σύνδεση μιας συλλογικότητας ή μεμονωμένου συντρόφου στην ομοσπον­δία.

Αυτό που προτείνουμε δεν έχει να κάνει με τη “θεωρητική και τακτική ενότη­τα” που προ­κρίνουν τα πλατφορμιστικά οργανωτικά εγχειρήματα. Πρόκειται, σχηματικά, για μια “μέση οδό” μεταξύ ομοσπονδίας σύνθεσης και πλατφόρ­μας, η οποία θα λαμβάνει υπόψη της τις σημερινές συνθήκες. (…)

Δεδομένου του σχετικά μικρού αριθμού αναρχικών ομάδων/συλλογικοτήτων που υπάρχουν και της όχι και τόσο θετικής (τουλάχιστον εξ όσων είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε) αντιμε­τώπισης (από πολλές υπάρχουσες) της ομοσπον­διοποίησης, δε θεωρούμε ιδιαίτερα εφικτή τη δημιουργία μιας αναρχικής ομο­σπονδίας. Εκτιμούμε όμως ως εφικτή τη σύναψη στε­νότερων δεσμών μεταξύ ενός αριθμού ομάδων και ατόμων, η οποία θα μπορούσε να κινη­θεί προς αυτή την κατεύθυνση και ότι μια σταθερή δομή θα αποτελούσε ένα καλό πρώτο βήμα. Ως τέτοιο εγχείρημα αντιλαμβανόμαστε μια αναρχική συνέλευση, η οποία θα μπο­ρούσε να δημιουργηθεί με αφορμή την κρίση.

Και όντως, μέσα στη Συνέλευση Αναρχικών για την Κοινωνική Αυτοδιεύθυνση, μέσα από διαρκείς ζυμώσεις και δράσεις, δημιουργήθηκαν σταδιακά οι προϋποθέσεις για να τεθεί ανοιχτά το ζήτημα της οργάνωσης. Μετά από πρόταση μιας εκ των συλλογικοτή­των που συμμετείχαν σε αυτήν, τέσσερις συλλογικότητες (ΑΚΑ, Κύκλος της Φωτιάς, Αντίπνοια, Καθ’ οδόν) επεξερ­γαστήκαμε κάποιες βασικές μεταξύ μας συμφωνίες, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να ανοιχτεί μέσα στο αναρχικό κίνημα το ζήτη­μα της οργάνωσης.

Οι μεταξύ μας συμφωνίες αποτυπώθηκαν σε ένα συνθετικό κείμενο που αποτέλεσε το «Κάλεσμα για την Προοπτική Δημιουργίας Αναρχικής Πολιτικής Οργάνωσης» (https://athens. indymedia.org/post/1443780/). Το κάλεσμα αυτό βασιζόταν πάνω σε 7 βασικά σημεία-θέσεις, η συμφωνία με τις οποίες θεωρούσαμε ότι αποτελεί την πολιτική βάση επί της οποίας μπορούσε να δομηθεί η πρωτοβουλία για τη δημιουργία της ορ­γάνωσης. Εκτός από το πολιτικό περιεχόμενο του κειμένου, βασικό σημείο συζήτησης μεταξύ των τεσσάρων συλλογικοτήτων αποτέλεσε και ο τρόπος «ανοίγματος» του εγχει­ρήματος. Μετά από ζυμώσεις και αρκετό διάλογο, καταλήχθηκε ότι το κάλεσμα θα δημο­σιοποιηθεί ανοιχτά και πανελλαδικά προκειμένου να μπορούν να συμμετάσχουν οι συλ­λογικότητες που βλέπουν τον εαυτό τους να εμπεριέχεται σε αυτό. Ο ενδοιασμός που εί­χαμε τότε αφορούσε αυτό το αρκετά ανοιχτό πλαίσιο συμμετοχής, καθώς το γεγονός ότι μεταξύ των τεσσάρων συλλογικοτήτων είχε κατακτηθεί ένα κοινό πολιτικό έδαφος, λόγω της σύμπραξής τους για μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν συνεπαγόταν τον κοινό τρόπο κα­τανόησης του καλέσματος από όσες άλλες ομάδες θα το διάβαζαν. Εξάλλου, είναι αρκετά συχνό όροι και έννοιες που θεωρούνται «κοινές», να νοηματοδοτούνται τελικά με διαφο­ρετικούς τρόπους, και μάλιστα όχι απαραίτητα συμπληρωματικούς. Με βάση αυτό, είχα­με προτείνει να υπάρξει μια αρχική διεύρυνση της πρωτοβουλίας (π.χ. σε ομάδες της Αθήνας με τις οποίες είχαμε ήδη συμπράξει), που θα προηγούταν του πανελλαδικού ανοίγματος, ώστε να εμπλουτιστεί ποιοτικά και ποσοτικά η πολιτική βάση του καλέσμα­τος. Ωστόσο δεν είχαμε επιμείνει σε αυτό, καθώς θεωρήσαμε ότι η αρχική βάση που υπήρχε, σε συνδυασμό με τη δευσμευτικότητα που συνεπάγεται η προοπτική δημιουργί­ας ενός οργανωτικού εγχειρήματος, θα μπορούσε να οδηγήσει, σε δεύτερο χρόνο, σε ου­σιαστική ζύμωση και από κοινού κατάκτηση και εμπλουτισμό των θέσεων.


Η πρωτοβουλία για τη συγκρότηση αναρχικής πολιτικής οργάνωσης

Μετά το αρχικό, αναγνωριστικό κάλεσμα, στο οποίο συμμετείχε πρωτόγνωρος αριθμός συλλογικοτήτων (44) από όλον τον ελλαδικό χώρο, συγκροτή­θηκε η «Πρωτοβουλία για τη δημιουργία αναρχικής πολιτικής οργάνωσης». Πέρασαν 3 (αρκετά δύσκολα) χρόνια διαρκών συζητήσεων και ζυμώσεων με πολλές συλλογικότητες του ελλαδικού χώρου (21) (αρκετές από τις οποίες συνεισέφεραν στο εγχείρημα με σημα­ντικότατο όγκο γρα­πτών πολιτικών θέσεων και επιχειρημάτων, ενώ υπήρξαν και περι­πτώσεις που περιορί­στηκαν σε λιγότερα και από τα τυπικά), αποχωρήσεις ομάδων, μια μαζική αποχώρηση-διάσπαση και η δημιουργία 2 ομόσπονδων σχημάτων, της «Αναρχι­κής Πολιτικής Ορ­γάνωσης» (εφεξής ΑΠΟ) και της «Αναρχικής Ομοσπονδίας».

Κατά τη διάρκεια των προσυνεδριακών συναντήσεων της Πρωτοβουλίας για τη δημιουρ­γία αναρχικής πολιτικής οργάνωσης και τη συζήτηση πάνω σε ζητήματα αρχών, θέσεων, στοχοθεσίας και δομής – τρόπου λειτουργίας, προέκυψαν αρκετές πολιτικές συμφωνίες αλλά και διαφωνίες πάνω σε ζητήματα που θεωρήθηκαν θεμελιώδη για το εγχείρημα (εν­δεικτικά αναφέρονται: η σχέση μέσων και σκοπών, η ταξική φύση της οργάνωσης, η αλ­ληλεγγύη, ο βαθμός δεσμευτικότητας των αποφάσεων της οργάνωσης για τις συλλογι­κότητες). Κάποιες από τις διαφωνίες (όπως το εάν οι αποφάσεις σε τα­κτικά ζητήματα θα λαμβάνονται ομόφωνα ή πλειοψηφικά) οδήγησαν σε αποχωρήσεις ομάδων κατά τη διάρ­κεια του προσυνεδρια­κού διαλόγου. Μια από αυτές τις διαφωνίες -εκείνη η οποία τελικά απέκτησε οριακό χα­ρακτήρα- αφορούσε στο βαθμό αυτονομίας των τοπικών σχηματι­σμών της υπό διαμόρ­φωση οργάνωσης, καθώς και τη σχέση τους με το κεντρικό, ολομε­λειακό της όργανο. Το σημείο στο οποίο εμείς εντοπίσαμε τον πυρήνα της διαφωνίας ήταν το αν θα επιμείνουμε στην αρχή του αποκεντρωτισμού ή το αν θα τη «θυσιάσουμε» προκειμένου ο κεντρικός έλεγχος όλων των δράσεων να καλύψει την έλλειψη πολιτικής εμπιστοσύνης μεταξύ ομάδων. Η θέση μας διατυπώθηκε γραπτά στο εσωτερικό της πρω­τοβουλίας:

Συμμεριζόμαστε τους ενδοιασμούς που απορρέουν από την ελλιπή μας ζύμωση, από τον τρόπο με τον οποίο έχουν επιτευχθεί ορισμένες από τις μέχρι τώρα συμφωνίες μας και τη συνακόλουθη ανησυχία για τη συνοχή και την εξέλιξη της οργάνωσης. Δε θεωρούμε όμως ότι αυτή μπορεί να κατακτηθεί με τη λει­τουργία ενός μόνο κεντρικού και αρκετά συγκε­ντρωτικού αποφασιστικού ορ­γάνου, ακόμη κι όταν αυτό αποτελείται από εκπροσώπους όλων των συλλογι­κοτήτων. Ένα όργανο που έχει τη δικαιοδοσία να ασκεί προληπτικό έλεγ­χο σε κάθε πιθανή πρωτοβουλία των τοπικών σχημάτων αφαιρεί την αυτονομία της ίδιας της οργάνωσης στο τοπικό επίπεδο. Επιπλέον, της στερεί τη δυνατότητα άμεσης δράσης και λήψης αποφάσεων για ζητήματα που αφορούν τους τοπι­κούς κοινωνικούς/ταξικούς αγώνες, υπό το φόβο της παραβίασης των θέσεων και των στοχεύσεων της οργάνωσης. Αυτό συμβαίνει ακόμη κι όταν οι απο­φάσεις/δράσεις αυτές συντάσσονται πλήρως με τις κατευθύνσεις της οργάνω­σης. Έτσι, εξασφαλίζεται μεν ο έλεγχος όλων προς όλους, ταυ­τόχρονα όμως η οργάνωση μετατρέπεται σε ένα αποκλειστικά κεντρικά ελεγχόμενο και δυσκίνητ­ο σχήμα.

Θεωρούμε ότι ανάλογα με το ζήτημα μπορούν να προκύψουν πανελλαδικά συ­ντονισμένες δράσεις/καμπάνιες κλπ, (κυρίως για κεντρικά πολιτικά ζητήματα αλλά και για τοπικά, αν αυτό κριθεί απαραίτητο) αποφασισμένες από το σύνο­λο των συλλογικοτήτων της οργάνω­σης. Δε στοχεύουμε όμως στη δημιουργία μιας οργάνωσης η οποία θα ασχολείται αποκλει­στικά με κεντρικά πολιτικά ζη­τήματα και τη διοργάνωση αντίστοιχων δράσεων. Θα πρέπει να υπάρχει η δυ­νατότητα των τοπικών οργάνων να δράσουν άμεσα όταν προκύπτουν ζητή­ματα τοπικού χαρακτήρα, λαμβάνοντας υπ’ όψιντις ιδιαιτερότητες της γεωγραφικής τους περιφέρειας, χωρίς να περιμένουν την έγκριση του ΓΣ
(Γενικού Συμβου­λίου). Αυτό δε σημαίνει ότι, σε δεύτερο χρόνο, τα όργανα αυτά δεν θα δώσουν λόγο για τη δράση τους στο γενικό συμβούλιο, μια και πέρα από το το­πικό όργανο, την πολιτική ευθύνη των δράσεων την αναλαμβάνει και η ορ­γάνωση ως σύνολο.

Η αυτονομία δράσης σε επίπεδο τακτικής και παραγωγής λόγου (όχι νέων θέσεων) των το­πικών οργάνων είναι σημαντικότατο πολιτικό και δομικό ζήτη­μα και συμβάλλει στην απο­κέντρωση της οργάνωσης, στη διαμόρφωση μιας ευέλικτης ομόσπονδης δομής. Βλέποντάς το ζήτημα προοπτικά, για παράδειγμα σε μια ομοσπονδιοποιημένη δομή κομμούνων, η δη­μιουργία ενός (και μοναδι­κού) κεντρικού σχήματος εκπροσώπων (χωρίς τη δυνατότητα ελεύθερης σύ­μπραξης των γεωγραφικά – ή με οποιοδήποτε άλλο κριτήριο-κοντινών κομ­μούνων) θα λειτουργούσε σαν κεντρικό κοινοβούλιο, με (αποκλειστικά) κεντρι­κό σχεδια­σμό, κάτι που μας βρίσκει αντίθετους.

Έχουμε εξαρχής την πεποίθηση ότι ενοποιητικό στοιχείο της οργάνωσης, τόσο του γενικού συμβουλίου, των τομέων, των ομάδων εργασίας, όσο και των περι­φερειακών οργάνων εί­ναι η δέσμευση όλων μας στις κοινά συμφωνημένες αρ­χές, τους στόχους και τις θέσεις της οργάνωσης. Ανεξάρτητα από τον απαιτού­μενο χρόνο, η ειλικρινής εμβάθυνση των συμφω­νιών μας πάνω στα ζητήματα των αρχών, των θέσεων και της στρατηγικής της οργάνωσης είναι αυτή που μπορεί να διασφαλίσει τη συνοχή και την εξέλιξή της, να αποτελέσει το σταθερ­ό, κοινό μας έδαφος. Το ότι προς το παρόν δεν είμαστε ικανοποιημένοι από το επίπεδο των μεταξύ μας συμφωνιών και εύλογα υπάρχει μια ανησυχία ως προς το ποιος αναλαμ­βάνει την πολιτική ευθύνη για μια δράση που θα ξεφεύγει από τα κοινά συμφωνηθέντα, δε σημαίνει ότι το επίπεδο αυτό μπορεί να υποκατα­σταθεί από μια δομικού τύπου λύση, με τη δημιουργία δηλαδή ενός οργάνου που θα ελέγχει εκ των προτέρων τα πάντα. Θεωρούμε ότι το πολιτικό κόστος μιας τέτοιας επιλογής για την οργάνωση θα είναι πολύ μεγαλύτερο από το κόστος μιας χρονικής καθυστέρησης ή μιας πιθανής ρήξης στον προσυνεδρια­κό.

Παράλληλα, η διαφωνία αυτή, αντανακλούσε και διαπίστωνε διαφορετικές αντιλήψεις πάνω στο τι νοείται ως «κεντρικό πολιτικό πεδίο», «αυτονομία των συλλογικοτήτων» (ζη­τήματα για τα οποία προέκυψε ότι υπάρχει διαφορά στον τρόπο νοηματοδότησης, ενώ περιλαμβανόταν στα 7 σημεία του αρχικού καλέσματος) και πάνω στον επιθυμητό βαθμό συγκέντρωσης αρμοδιοτήτων σε ένα κεντρικό όργανο. Η ασαφής διατύπωση μιας ειλημ­μένης με ψηφοφορία απόφασης αποτέλεσε το έναυσμα για την επαναφορά, από κάποιες ομάδες, του ζητήματος των αρμοδιοτήτων του κεντρικού οργάνου. Μετά από σειρά συ­ζητήσεων, στο τέλος των οποίων καταθέσαμε μαζί με ακόμη μια συλλογικότητα τις από κοινού επανεπεξεργασμένες αρχικές μας θέσεις, θεωρώντας ότι καλύπτουν τις διαφωνίες πάνω στο ζήτημα, δεν προέκυψε κάτι συνθετικό, καθώς η διαδικασία είχε καταλήξει ήδη σε τέλμα.


Η διάσπαση

Στο διάστημα πριν την προσυνεδριακή συνάντηση κατά την οποία τελικά αποχώρησαν 10 συλλογικότητες, υπήρξε από μία συλλογικότητα (από εκείνες που τελικά συμμετείχαν στην ίδρυση της ΑΟ) μια πρόταση συναινετικής διάσπασης του εγχειρήματος και ταυ­τόχρονης συγκρότησης δυο διαφορετικών πρωτοβουλιών. Οι πρωτοβουλίες αυτές θα συ­γκροτούνταν, σύμφωνα με την πρόταση, από τις δυο διακριτές «τάσεις» του εγχειρήματος. Από την πλευρά μας, θεωρήσαμε ότι η διαφωνία σε ένα συγκεκριμένο ζή­τημα δομής δεν είναι ικανή για τη συγκρότηση «τάσεων», καθώς και ότι δεν υπήρχαν δυο ξεκάθαρες τάσεις όσον αφορά το σύνολο των ζητημάτων που αφορούν μια αναρχική οργάνωση. Όπως αναφέραμε σε τότε κείμενό μας:

Κατά τη διάρκεια του προσυνεδριακού διαλόγου προέκυψαν διαφωνίες σε ζη­τήματα τα οποία θεωρούμε θεμελιώδη. Η επιμονή για παράδειγμα συλλογικο­τήτων σε διαφωνίες πάνω σε ζητήματα αρχών (όπως αυτό της σχέσης μέσων και σκοπών, το οποίο τέθηκε από τη μεριά μας ως προαπαιτούμενο για την παραμονή μας στο εγχείρημα, από την πρώτη κιόλας συνάντηση, όταν έγινε φανερό ότι υπήρχαν διαφωνίες), σε σειρά συναντήσεων, κα­τέληξε στη συναί­νεση, γεγονός που θεωρούμε άκρως προβληματικό.

(…) δεν θεωρούμε ότι υπάρχουν 2 ξεκάθαρες τάσεις όσον αφορά το σύνολο των ζητημάτων που αφορούν μια αναρχική οργάνωση. Από τη μια δεν θα μπο­ρούσαμε να αποδεχτούμε ένα συγκεντρωτικό μοντέλο οργάνωσης (…), από την άλλη δεν μας είναι ξεκάθαρο το αν με όσες συλλογικότητες στηρίζουν ένα πιο αποκεντρωτικό μοντέλο έχουμε τις απαιτούμενες κοινές θέσεις και στοχεύσεις ώστε να προχωρήσουμε στη δημιουργία ενός άλλου οργανωτι­κού σχήματος.

Με αυτά ως δεδομένα, πήραμε την απόφαση να αποχωρήσουμε από το εγχείρημα της πρωτοβουλίας και να το ανακοινώσουμε στη συνάντηση που θα ακολουθούσε. Στη συ­νάντηση αυτή, η πρόταση για συναινετική διάσπαση αποσύρθηκε και οι συλλογικότητες που την προέκριναν (αλλά και άλλες που δεν είχαν τοποθετηθεί επ’ αυτής) αποχώρησαν χωρίς οι περισσότερες να αναλύσουν τους λόγους αποχώρησής τους.


Η νέα πρωτοβουλία

Μετά την αποχώρησή μας, μάς έγινε (από την ομάδα που είχε προτείνει τη συναινετική διάσπαση) νέα πρόταση για τη δημιουργία νέου ομόσπονδου σχήματος από τις συλλογι­κότητες που είχαν αποχωρήσει, από εκείνες δηλαδή που τελικά προχωρήσαμε μαζί στην ίδρυση της ΑΟ. Οι προβληματισμοί που προαναφέραμε είχαν συζητηθεί εκτενώς στο εσωτερικό μας, και μετά την πρόταση για συναινετική διάσπαση, υπήρξαν διαφωνίες αναφορικά με τη συμμετοχή μας ή μη σε κάποιο από τα, δυο, πλέον, εγχειρήματα.

Η απόφασή μας να συμμετάσχουμε στο νέο εγχείρημα (με δεδομένη την απογοήτευση για την τελμάτωση των διαδικασιών της προηγούμενης πρωτοβουλίας) στηρίχθηκε στο σκεπτικό ότι άξιζε να επιμείνουμε στην πολυετή προσπάθειά μας να δημιουργηθεί ένα πετυχημένο οργανωτικό εγχείρημα, παρά τις δυσκολίες που είχαμε ήδη δει και αυτές που αναμέναμε. Εξάλλου, ήδη από την προηγούμενη πρωτοβουλία, ήταν κοινός τόπος ότι το πρώτο διάστημα λειτουργίας του υπό διαμόρφωση εγχειρήματος θα ήταν πειραματικό, όποτε εκτιμήσαμε ότι οι όποιες ανοιχτές διαφωνίες μας θα μπορούσαν ίσως να ξεπερα­στούν στο επόμενο διάστημα.

Στη νέα πρωτοβουλία συμμετείχαμε στηριζόμενοι στους εξής άξονες, οι οποίοι για εμάς αποτελούσαν «κόκκινες γραμμές» και τέθηκαν ως όροι συμμετοχής μας στο σχήμα: τη δέσμευση των συλλογικοτήτων στις αποφάσεις που είχαν παρθεί μέχρι στιγμής στο προηγούμενο οργανωτικό σχήμα (καταστατικό), στο οποίο από κοινού συμμετείχαμε, την ολοκλήρωση του διαλόγου πάνω στις θεματικές που είχαν μείνει ανοικτές, τη συζήτηση πάνω στη στρατηγική της οργάνωσης και τον καθορισμό της, καθώς και την διαμόρφωση θέσης της οργάνωσης πάνω σε ζητήματα πού είχε προκύψει η αναγκαιότητα να συζητη­θούν.

Από την έναρξη των διαδικασιών της νέας πρωτοβουλίας διαπιστώσαμε ένα κλίμα βια­σύνης και γρήγορου προσπεράσματος (και όχι ξεπεράσματος) των διαφωνιών, το οποίο οδή­γησε σε μια συζήτηση-εξπρές για τη δομή και τον τρόπο λειτουργίας (για τα ζητήμα­τα αυτά κατατέθηκαν προς διάλογο μόνο δυο προτάσεις, μια εκ των οποίων ήταν δική μας), με μικρή ενεργό συμμετοχή των συλλογικοτήτων στη συνδιαμόρφωση. Με την ίδια διάθεση αντιμετωπίστηκαν και τα περισσότερα από τα ζητήματα που θέσαμε ως συλλογι­κότητα, παρότι είχαμε λάβει εγγυήσεις για τις «κόκκινες γραμμές» που προανα­φέρθηκαν. Αυτό που τελικά προέκυψε ήταν η τεχνική διευθέτηση των διαφωνιών μέσω της υιοθέτη­σης ορισμένων θέσεων (π.χ. για τις συμπράξεις συλλογικοτήτων με αριστερές ομάδες-κόμματα, για τη σχέση με τα ΜΜΕ.), που αντανακλούσαν μια διάκριση της στάσης της υπό διαμόρφω­ση ομοσπονδίας από αυτήν των συλλογικοτήτων-μελών της, η οποία μας οδήγησε σε σο­βαρές επιφυλάξεις. Το επιχείρημα περί της αυτονομίας των συλ­λογικοτήτων, το οποίο προβλήθηκε προς επίρρωσιν αυτής της διάκρισης, ήταν ένα ακόμη από τα παραδείγματα της διαφορετικής ερμηνείας των 7 σημείων του αρχικού κα­λέσματος. Για εμάς, η αυτονο­μία των συλλογικοτήτων δεν ορίζεται ως η δυνατότητά τους να έχουν μια θέση στο εσω­τερικό τους και μια αντιθετική θέση σε μια ανώτερη βαθ­μίδα οργάνωσης.

Κατά τη διάρκεια αυτών των συζητήσεων έγινε πρόταση για την συγγραφή κοινού κει­μένου για το δημοψήφισμα του ΣΥΡΙΖΑ (καλοκαίρι 2015). Διατυπώθηκαν αντιφατικές και αντικρουόμενες θέσεις συλλογικοτήτων, καθιστώντας αδύνατη τη συνδιαμόρφω­ση ενός κοινού κειμένου και των αντίστοιχων δράσεων. Οι θέσεις κυμαίνονταν από την πλή­ρη άρνηση συμμετοχής σε αυτό μέχρι τη σιωπηρή αποδοχή και στήριξη της συμμετο­χής. Κάποιες συλλογικότητες εξέφρασαν γραπτά ή προφορικά τη διάθεση να «κλείνουν το μάτι» στη συμμετοχή, τακτική που θεωρήσαμε αδιανόητη για οποιοδήποτε πολιτική συλ­λογικότητα.

Επιπλέον, η επιδερμική επεξεργασία ζητημάτων όπως ο ιμπεριαλισμός έφερε σαν απο­τέλεσμα την καταγραφή μιας αντιφατικής θέσης, η οποία δεν είχε κανένα πολιτικό περιε­χόμενο πέρα από την αναγνώριση της ύπαρξης του. Ακόμη και τα «21 σημεία» της στρα­τηγικής προέκυψαν περισσότερο ως μια συρραφή των προτεραιοτήτων κάθε συλλογι­κότητας για τις μελλοντικές δράσεις της ομοσπονδίας παρά ως προϊόν ουσιαστικής ζύ­μωσης και διαπίστωσης ενός κοινού προσανατολισμού. Όλα αυτά μας οδήγησαν σε νέες, ακόμη σοβαρότερες επιφυλάξεις και προβληματισμούς σε σχέση με την συμμετοχή μας στο κάλεσμα για τη διενέργεια του ιδρυτικού συνεδρίου της ΑΟ.

Η τελική μας απόφαση να παραμείνουμε στο εγχείρημα και να συμμετάσχουμε στην ίδρυση της ΑΟ πάρθηκε μετά από εκτενείς συζητήσεις και προβληματισμό στο εσωτερι­κό μας. Η πορεία του εγχειρήματος μετά τη διάσπαση εμφανιζόταν διαφοροποιημένη. Γρήγορα μάς έγινε κατανοητό πως μια νέα ισορροπία μεταξύ των ομάδων και μια διαφο­ρετική αντίληψη εδραιώθηκε ως οδηγός αυτής της πολιτικής προσπάθειας. Μπορούμε να πούμε πως (σε γενικές γραμμές) οι όποιες διαφωνίες πριν την διάσπαση αποδεικνύονταν γόνιμες και ο πολιτικός διάλογος -παρά τις αναπόφευκτες εντάσεις και συγκρούσεις- στις περισσότερες περιπτώσεις απέδιδε καρπούς. Στη νέα συνθήκη, ήταν εμφανές πως υπήρχε μια πλειοψηφική διάθεση να παρακαμφθεί η ουσιαστική πολιτική ζύμωση πάνω στα ανοιχτά ζητήματα, με σκοπό να γίνει γρήγορα το ιδρυτικό συνέδριο και να εισέλθουν νέες ομάδες. Αντιληφθήκαμε αυτή τη βιασύνη ως έναν άτυπο αγώνα δρόμου απέναντι στην άλλη οργανωτική προσπάθεια για το ποιος θα πάρει τα πρωτεία της ανακοίνωσης της δημιουργίας οργάνωσης.

Παρότι όλες οι ενδείξεις που είχαμε συνηγορούσαν υπέρ της αποτυχίας του εγχειρήμα­τος, πήραμε και πάλι την απόφαση να συνεχίσουμε την προσπάθεια εντός του. Αν και αναγνωρίζαμε ουσιαστικότατες διαφωνίες με κάποιες συλλογικότητες, θεωρήσαμε ότι με άλλες, βάσει των κατατεθειμένων θέσεων στις προσυνεδριακές συναντήσεις, υπήρχε ικα­νοποιητική κοινότητα θέσεων. Όπως θα εξηγήσουμε στη συνέχεια, η εκτίμηση αυτή απο­δείχθηκε πολιτικά άστοχη. Θεωρήσαμε επίσης ότι ένα αμιγώς πολιτικό πεδίο με δομή και όργανα, όπως οφείλει να είναι μια ειδική αναρχική οργάνωση, είναι το καλύτερο μέσο για να ξεπεραστούν διαφωνίες μέσω της ζύμωσης και της διαπάλης των ιδεών. Πολλώ δε μάλλον κατά τον πρώτο χρόνο της πειραματικής λειτουργίας της οργάνωσης, ο οποίος για εμάς θα αποτελούσε ένα δοκιμαστικό στάδιο τόσο εφαρμογής των μέχρι τότε συμφω­νιών μας όσο και βαθύτερης πολιτικής ζύμωσης των συλλογικοτήτων σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο.

Με βάση το παραπάνω σκεπτικό, επιμείναμε στην προσπάθειά μας να συνεχίσουμε να παλεύουμε για ένα εγχείρημα το οποίο αποτελούσε στρατηγικό μας στόχο και στη συ­γκρότηση του οποίου είχαμε συμβάλει από την αρχή με το μέγιστο των πολιτικών μας δυνάμεων. Στη συνέχεια του κειμένου, ακολουθεί ο απολογισμός της πορείας μας στο εσωτερικό της ΑΟ, υπό το πρίσμα των αιτιών αποχώρησής μας, τον Μάρτιο του 2016.


Αιτίες αποχώρησής μας από την ΑΟ

1. Διαφορετικές στρατηγικές και αντιλήψεις αγώνα

Όπως ήδη αναφέραμε, η χάραξη κοινής στρατηγικής τέθηκε από εμάς ως «κόκκινη γραμ­μή» για τη συμμετοχή μας στη νέα πρωτοβουλία. Αφενός διότι θεωρούσαμε αδύνατον να προχωρήσουμε σε συνέδριο χωρίς να υπάρχουν καταγεγραμμένες οι βασικές κατευθύν­σεις της ΑΟ, αφετέρου γιατί θεωρήσαμε σημαντικό να αναδειχθούν και να επιλυθούν διαφωνίες που ήδη διαβλέπαμε (κάποιες είχαν ήδη προκύψει). Ωστόσο, η προσυνεδριακή συζήτηση για τη στρατηγική χαρακτηρίστηκε από προχειρότητα, βιασύνη και επιδερμική επεξεργασία. Τα «21 σημεία» που προέκυψαν ως αποτέλεσμα αυτής της συζήτησης απο­κρυσταλλώνουν αυτόν ακριβώς το χαρακτήρα. Αποτέλεσαν περισσότερο μια λίστα των επιμέρους στοχεύσεων κάθε συλλογικότητας παρά έναν από κοινού συνδιαμορφωμένο στρατηγικό προσανατολισμό. Υπήρχαν σημεία τα οποία, αν και σε επίπεδο κειμένου φαί­νονταν ως επιδεχόμενα πολλαπλών ερμηνειών, έκρυβαν πίσω τους ουσιαστικές διαφορές και διαφωνίες, ενώ αποκάλυπταν ακόμη και αντιφάσεις μεταξύ των «21 σημείων» και του καταστατικού. Τέτοια σημεία αντιφάσεων, για παράδειγμα, αφορούν τη σχέση της ΑΟ με τις κοινωνικές/ταξικές δομές (τις στηρίζει ή τις δημιουργεί;) και το ρόλο της στους κοινωνικούς/ταξικούς αγώνες (συμμετέχει σ’ αυτούς προσπαθώντας να τους εμπλουτίσει με τα προτάγματά της ή τους διεξάγει η ίδια;). Θεωρούμε ότι στην πραγματι­κότητα, το κείμενο των «21 σημείων» είναι περισσότερο αντιπροσωπευτικό της αντίλη­ψης και των περιεχομένων της ΑΟ από ό,τι το ίδιο το καταστατικό της. Το γενικόλογο πε­ριεχόμενό του υποσκιάζει ουσιαστικές διαφοροποιήσεις στη στρατηγική, οι οποίες τελι­κά άρχισαν να γίνονται φανερές ήδη από το πρώτο διάστημα λειτουργίας της ΑΟ.

Έτσι, παρά την καταγεγραμμένη συμφωνία σε μια σειρά ζητημάτων, όπως αυτή αποτυ­πώνεται στο υπάρχον καταστατικό της ΑΟ, στην πραγματικότητα συνυπήρχαμε με συλ­λογικότητες με εντελώς διαφορετικές στρατηγικές και αντιλήψεις αγώνα (βέβαια, το ότι αρκετές συλλογικότητες έδιναν διαφορετική βαρύτητα στο καταστατικό έγινε αργότερα φανερό σε εμάς, όπως θα περιγράψουμε παρακάτω). Διαφορετικές στρατηγικές και αντι­λήψεις που οφείλονται στη διαφορετική κατανόηση του ρόλου μιας αναρχικής οργάνω­σης στο ευρύτερο κοινωνικό/ταξικό πεδίο. Το από ποια θέση και με ποια στόχευση δηλα­δή θα δώσει τους αγώνες της.


1.α. Αναφορικά με την αποτελεσματικότητα του αναρχικού λόγου και αναρχικής δράσης

Η αναγνώριση της αναγκαιότητας για «αποτελεσματικότητα» ήταν κοινή στο εσωτερικό της ΑΟ. Ωστόσο, αντιληφθήκαμε, σχετικά αργά (κατά τη διάρκεια της συζήτησης για τη στρατηγική της ΑΟ), την διαφορετική νοηματοδότηση της συγκεκριμένης λέξης από τις συλλογικότητές της. Τόσο τα κείμενα του καταστατικού και των «21 σημείων» όσο και η ίδια η εμπειρία μας μέσα στην ΑΟ μάς οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι υπήρχαν δύο δια­φορετικές αντιλήψεις όσον αφορά το τι νοείται ως αποτελεσματικότητα και το πώς αυτή επιτυγχάνεται.

Για πολλές από τις συλλογικότητες της ΑΟ η αποτελεσματικότητα εντοπιζόταν κατά κύ­ριο λόγο στην παραγωγή άμεσων πολιτικών αποτελεσμάτων, τη δημιουργία πολιτικών γεγονότων από τις δικές της δυνάμεις, από το πλήθος των συλλογικοτήτων και των συ­ντρόφων/ισσών που την απάρτιζαν. Σε δράσεις οι οποίες θα έπρεπε να είναι ήχηρες-θεα­ματικές («να μπορούν με ασύμμετρο τρόπο να επιτυγχάνουν με λίγους πόρους μεγάλο πολι­τικό αντίκτυπο»), με κεντρικό στόχο την απόσπαση θετικών σχολίων από μέρος του κινή­ματος και του υπόλοιπου κοινωνικού σώματος. Το επιθυμητό αποτέλεσμα θα ήταν το να ενισχυθεί ποσοτικά η οργάνωση, να γίνει ένας ισχυρός πολιτικός πόλος, ένας ακόμη παί­κτης στην κεντρική πολιτική σκακιέρα. Αυτό γινόταν εν πολλοίς αντιληπτό ως «κεντρική πολιτική παρέμβαση». Κρίναμε αυτού του τύπου τη δράση ως προπαγάνδα «από τα πάνω» και «από τα έξω». Ως δράση αποσπασματική, χωρίς συνέπεια και συνεχή παρου­σία σε συγκεκριμένους κοινωνικούς-εργασιακούς χώρους, χωρίς συγκεκριμένο κοινωνικό έρεισμα. Ως δράση η οποία μπορεί να παράγει χειροκροτητές αλλά ούτε σκοπεύει ούτε μπορεί να συμβάλει στη συγκρότηση χειραφετημένων συνειδήσεων. Ως δράση η οποία, σε τελική ανάλυση, αναπαράγει τη λογική της ανάθεσης.

Για εμάς, η αποτελεσματικότητα μιας αναρχικής οργάνωσης κρίνεται από την δυνατότη­τά της να συμβάλλει, προπαγανδίζοντας με το λόγο και τη δράση της, στην ριζοσπαστι­κοποίηση συνειδήσεων προς μια ελευθεριακή κατεύθυνση. Η αποτελεσματικότητα της αναρχικής παρέμβασης και προπαγάνδας δεν μετριέται σε βραχυπρόθεσμη κλίμακα με γνώμονα το πόσο «ηχηρές» ή «με επικοινωνιακό αντίκτυπο» είναι οι δράσεις μας. Για εμάς, δεν υπάρχουν «εύκολοι και σύντομοι» δρόμοι προς την κοινωνική επανάσταση. Η αποτελεσματικότητα μετριέται βάσει του πόσο βαθιές ρωγμές ανοίγουμε στον κοινωνικό ιστό και του κινηματικού βάθους που αποκτά η αναρχική θεώρηση και πρακτική, κάτι που απαιτεί επίπονη και συστηματική δουλειά στα βασικά κοινωνικά μας πεδία. Με δου­λειά στη βάση, στην καθημερινότητα, μέσα από τη συμμετοχή σε κοινωνικά-ταξικά εγ­χειρήματα και τη στήριξη των αγώνων τους, με στόχο τη διασύνδεση των επιμέρους αγώνων και τη συνολικοποίηση-ριζοσπαστικοποίηση των μερικών-αιτηματικών αγώνων προς την επαναστατική-απελευθερωτική προοπτική. Αυτός είναι για εμάς και ο προσανα­τολισμός που οφείλει να έχει η κεντρική πολιτική παρέμβαση. Η παρέμβαση αυτή απο­σκοπεί στο να ορίζουμε εμείς με κινηματικούς όρους τη δική μας πολιτική ατζέντα μέσα από τους αγώνες που στηρίζουμε/συμμετέχουμε, χωρίς να τρέχουμε πίσω από την κρατι­κή ατζέντα ρίχνοντας φωτοβολίδες.

Οι διαφορετικές αντιλήψεις για την αποτελεσματικότητα δεν μπορούν παρά να συνοδεύο­νται από διαφορετικά μέσα για την επίτευξή της. Όταν κανείς έχει σαν σκοπό το να στριμωχτεί στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό για την προώθηση του «πολιτικού brand name», αναπόφευκτα θα καταφύγει σε μέσα που εξυπηρετούν ακριβώς αυτήν την προο­πτική. Όταν δηλαδή προσπαθεί να πείσει ότι αποτελεί κάποιου είδους «υπεύθυνη πολιτι­κή δύναμη», που πρέπει να τοποθετηθεί πολιτικά πάνω σε όσα ζητήματα προωθεί το κράτος ως κεντρικά πολιτικά θέματα, θεωρώντας πως με αυτόν τον τρόπο μπορεί να κα­θορίσει ή έστω να διαμορφώσει επαναστατικές/εξεγερσιακές συνθήκες.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα υπερίσχυσης αυτού του τύπου της αποτελεσματικότητας εις βάρος της αναρχικής θεώρησης αποτέλεσε το δημοψήφισμα του 2015. Πριν το δημοψή­φισμα είδαμε αρκετές συλλογικότητες (εντός και εκτός ΑΟ) να σιγοντάρουν είτε ανοιχτά είτε καλυμμένα την ψήφο στο «ΟΧΙ». Με διάφορα σοφίσματα (μέχρι και ο Ντουρούτι επιστρατεύτηκε για να δικαιολογήσει θέσεις και στάσεις) και ανιστόρητες συγκρίσεις, θεώρησαν ότι επαναλαμβάνουν τη στάση της CNT στην Ισπανία του ’36. Της CNT του 1,5 εκατομμυρίου μελών και των 30 χιλιάδων φυλακισμένων αγωνιστών, στα πρόθυρα ενός πραξικοπήματος…

Θέση συλλογικοτήτων εντός ΑΟ ήταν το να κλείνουμε το μάτι στο «ΟΧΙ», η οποία εκ­φράστηκε στη συνέχεια μέσω αφίσας. Τη θέση αυτή τη θεωρήσαμε αδιανόητη για οποια­δήποτε πολιτική συλλογικότητα, πολλώ δε μάλλον για αναρχικές συλλογικότητες.. Η ευ­θύνη της προπαγάνδισης μιας πολιτικής θέσης βαραίνει όσους την προτείνουν, χωρίς εσκεμμένες αοριστίες και ασάφειες οι οποίες μπορούν ανάλογα με την πορεία των γεγο­νότων να αναιρεθούν κατά το δοκούν. Έχοντας πάρει σαφέστατη θέση με εκτενές κείμε­νο υπέρ της αποχής (https://kathodon.espivblogs.net/?p=954), είναι προφανές ότι αρνηθή­καμε κάθε κοινή δράση ή λόγο μέσω της υπό δημιουργία ΑΟ για το θέμα. Κατά τη διάρ­κεια των συζητήσεων για το ζήτημα αυτό, στις οποίες εκθέσαμε την επιχειρηματολογία μας, βρεθήκαμε στη θέση των «κατηγορούμενων» για «αναρχική καθαρότητα» και «ιδεο­ληψίες». Κρίνοντας, ακόμη και εκ του αποτελέσματος, η στήριξη και το κλείσιμο του ματιού στο «ΟΧΙ» αποδείχθηκαν και με «τακτικούς» όρους αποτυχημένα. Κανένα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα (εξεγερσιακά γεγονότα, παλλαϊκά μέτωπα αντίστα­σης κ.λπ.) δεν ευοδώθηκε.

Αντίστοιχο παράδειγμα αποτελεί η θέση για τα ΜΜΕ. Η θέση μας ήταν ότι η μοναδική περίπτωση στην οποία θα συμφωνούσαμε με την αποστολή κειμένου σε αυτά θα ήταν σε ενδεχόμενο που κινδύνευε άμεσα η ζωή συντρόφου/ισσας από τους κρατικούς μηχανι­σμούς (ως μέσο προστασίας του/ης και μόνο εφόσον εξασφαλίζεται η μη αλλοίω­σή του λόγου μας με οποιονδήποτε τρόπο). Σε καμία άλλη περίπτωση και για κανέναν άλλο λόγο. Και εδώ, η κατάληξη του διαλόγου οδήγησε σε διατυπώσεις στο καταστατικό οι οποίες είναι από μόνες τους αρκετά εύγλωττες: ενώ από τη μια «Η αναρχική ομοσπον­δία στέκεται αρνητικά απέναντι σε κάθε ΜΜΕ που βασίζεται στην δημοσιογραφική επαγγελμα­τική διαμεσολάβηση και την κεφαλαιοκρατική λειτουργία.» και «Η οργάνωση συνολικά εκ­φράζεται από τα δικά της μέσα. Δεν χρησιμοποιεί, ούτε απευθύνεται σε ΜΜΕ», από την άλλη «Οι ομάδες της ομοσπονδίας έχουν την αυτονομία της δικής τους πολιτικής απέναντι στα ΜΜΕ» Με αυτόν τον τρόπο λοιπόν, μέσω αυτής της διάκρισης ΑΟ – συλλογικοτή­των, υπό το πρόσχημα της αυτονομίας, επιτυγχάνεται τόσο η επίσημηδιατύπωση μιας «ορθής πολιτικά θέσης» όσο και το ξεπέρασμα των «ιδεολογικών αγκυ­λώσεων» προκει­μένου να γίνει αποτελεσματικότερη (αλλά με τους όρους που προανα­φέραμε) η παρέμ­βαση της ΑΟ.

Η αποσύνδεση της τακτικής από τη στρατηγική και, κυρίως, από τις πολιτικές αρχές προς χάριν κάποιας «αποτελεσματικότητας» δεν είναι νέο πολιτικό φαινόμενο. Εδώ και πολλές δεκαετίες ονομάζεται οπορτουνισμός1. Το να θεωρεί κανείς ότι, προκειμένου να δράσει «αποτελεσματικά», πρέπει να υιοθετήσει τακτικές άλλων πολιτικών χώρων, σημαίνει ότι αντιλαμβάνεται πως η πολιτική του θεώρηση δεν μπορεί να επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα και αποφασίζει να την παρακάμψει.

Όταν όμως η «αποτελεσματικότητα» μετατρέπεται από στόχος σε πρόταγμα, αυτή η παράκαμψη φτάνει να καθιστά ρευστές και τις πολιτικές αρχές. Η αλλαγή πο­λιτικών αντιλήψεων είναι πάντοτε σεβαστή, αρκεί να δηλώνεται ως τέτοια και να μην προσπαθεί να πλασαριστεί ως «νέα», «καινοτόμα», «ρηξικέλευθη» αναρχική πρακτι­κή. Ανά τις δεκαετίες, σύντροφοι/ισσες είχαν τουλάχιστον την πολιτική εντιμότητα να πα­ραδεχτούν τα παραπάνω και να αποποιηθούν την αναρχική τους ταυτότητα, υιοθε­τώντας μαρξιστικές ή άλλες θεωρίες και πρακτικές.


1.β. Ηγεμονία των ιδεών δια της πειθούς ή πολιτική δια της ισχύος;

Παρότι η ΑΟ ξεκίνησε διακηρύσσοντας ότι φιλοδοξεί να ξεπεράσει ορισμένες από τις παθογένειες του «χώρου», τελικά κατέληξε να αναπαράγει τις περισσότερες από αυτές. Μια τέτοια παθογένεια ήταν και η ακολούθηση της πεπατημένης όσον αφορά τις θεματι­κές, τους τρόπους και τα πεδία δράσης, χωρίς την χάραξη κάποιας ουσιαστικής στρατηγι­κής. Όταν όμως «δεν κοιτάς εκεί που θες να πας, θα πας εκεί που κοιτάς». Όταν, δηλαδή, η στρατηγική δεν είναι συνειδητά καθορισμένη, οι τακτικές επιλογές ουσιαστικά τείνουν να καθορίζουν ένα μοτίβο πολιτικής δράσης, το οποίο στην πραγματικότητα μετατρέπε­ται έμμεσα σε στρατηγική. Όπως αναφέραμε παραπάνω, τα «21 σημεία» της στρατηγι­κής αποτέλεσαν μια τέτοια συρραφή επιμέρους τακτικών στόχων, οδηγώντας στο να προσανατολιστεί η ΑΟ στην αναζήτηση πεδίων όπου θα μπορούσε να παρέμβει ηχηρά.

Η τακτική της ΑΟ προσανατολίστηκε γύρω από την παρέμβαση στο «κεντρικό πολιτικό σκηνικό», βάσει της αντίληψης που περιγράψαμε παραπάνω, η οποία ιεραρχούνταν πρώτη στις στοχεύσεις της, ενώ για ορισμένες ομάδες, αποτελούσε μάλλον και το μονα­δικό πεδίο ανάπτυξης της όποιας δράσης. Η ΑΟ απέβλεπε στη δημιουργία για τον εαυτό της μιας εικόνας πολιτικού πόλου που αφενός θα «τραβήξει» το κίνημα μπροστά (όσον αφορά την απεύθυνση στο εσωτερικό του κινήματος) και αφετέρου θα προωθήσει κοινω­νικά την εικόνα των αναρχικών ως εκείνων που διεξάγουν εργολαβικά τον πόλεμο ενάντια στο κράτος. Στόχος ήταν από τη μία η ποσοτική μεγέθυνση της ΑΟ με ομάδες και συντρόφους/ισσες και από την άλλη η κοινωνική αποδοχή ή και επικρότηση. Αντιλη­φθήκαμε ότι η ποσοτική μεγέθυνση δεν αφορούσε στην διεισδυτικότητα των αναρχικών προταγμάτων στο κοινωνικό/ταξικό πεδίο, αλλά την ποσοτική ισχυροποίησή της ΑΟ ως πολιτικού φορέα.

Διαφωνήσαμε με αυτές τις στοχεύσεις και το εξηγήσαμε σε κάθε ευκαιρία, θεωρώντας ότι πρόκειται για λογικές που ανάγουν την πολίτικη σε μάχη μεταξύ αναρχικών και κράτους. Τοποθετούν το πολιτικό υποκείμενο στη θέση αυτού που θα διεξάγει τον αγώνα και θα προετοιμάσει την επανάσταση για λογαριασμό της τάξης μας, και όταν θα έρθει η ώρα θα καλέσει τις «μάζες» να το στηρίξουν. Για εμάς, το ζήτημα δεν είναι αν θα είναι οι αναρχικοί ή το κράτος που θα επιβάλουν τη βούλησή τους στο κοινωνικό σύνολο. Βασι­κός μας στόχος ως αναρχικοί είναι το μπόλιασμα των κοινωνικών/ταξικών αγώνων με τους σκοπούς και τα μέσα που προτάσσουμε, προσδίδοντάς τους το οραματικό στοιχείο της κοινωνικής επανάστασης, για τον ελευθεριακό κομμουνισμό. Ο πολιτικός αγώνας εί­ναι κυρίως ένας αγώνας για την ηγεμονία των ιδεών.

Ο τρόπος, όμως, που θα ηγεμονεύσουν οι ιδέες σου, δια της πειθούς και του παραδείγμα­τος ή δια της ισχύος και της «δύναμης», χαρακτηρίζει τον πολιτικό αγώνα που διεξάγεις. Όταν αντιμετωπίζεις την πολιτική ως ζήτημα ισχύος, αρχίζεις και να ανακαλύπτεις (ή και να εφευρίσκεις) και ενδοκινηματικούς «εχθρούς». Η διάθεση για επίδειξη ισχύος προς τα «έξω» ήταν απλά θέμα χρόνου να μεταφερθεί και στο «εσωτερικό» του «χώρου» (και τε­λικά και στο εσωτερικό της ΑΟ). Αυτό συνέβη όταν προέκυψε διαμάχη μεταξύ της περι­φέρειας Αθήνας της ΑΟ και αυτοοργανωμένου στεκιού της Αθήνας με αφορμή περιστα­τικό ενδοκινηματικής βίας προς μέλος συλλογικότητάς της από μέλος του στεκιού. Η διαχείριση αυτού του ζητήματος κατέληξε να γίνεται με όρους επίδειξης ισχύος από τη μεριά της συλλογικότητας παρά τις περί του αντιθέτου αρχικές αποφάσεις της περι­φέρειας, χωρίς τελικά η τελευταία να διαχωρίζει τη θέση της από αυτού του τύπου τη διευθέτηση.


1.γ. Ιεράρχηση της δράσης πάνω από την πολιτική συμφωνία

Βασικός στόχος και κυρίαρχη αντίληψη της πλειοψηφίας των συλλογικοτήτων της ΑΟ ήταν η κατάκτηση της ενότητας στο εσωτερικό της μέσω της δράσης, ανεξάρτητα από αν η ενότητα αυτή απορρέει από συνδιαμόρφωση, καταστατικές συμφωνίες, στρατηγική και τακτική στόχευση ή έρχεται ακόμη και σε αντιπαράθεση με αυτά. Εξίσου βασική στόχευ­ση ήταν και η ποσοτική μεγέθυνση της ΑΟ μέσω της προβολής των δράσεών της. Μια βιασύνη προκειμένου να γίνουν «πράγματα» επικράτησε• η δράση αποσυνδέθηκε σε με­γάλο βαθμό από την θεωρητική επεξεργασία και την πολιτική ζύμωση, ενώ προβαλλόταν ως η κυρίαρχη βάση επάνω στην οποία θα «χτιζόταν» η ΑΟ. Η επιτακτικότητα αυτή υιο­θετήθηκε από την πλειοψηφία των ομάδων της ΑΟ, ακόμη και από ομάδες που αρχικά δεν ασπάζονταν έναν στείρο πρακτικισμό, επικρατώντας ως κυρίαρχο πνεύμα στο εσωτε­ρικό της. Η ζύμωση πριν από κάθε προτεινόμενη δράση και η ουσιαστική συνδιαμόρφω­ση των περιεχομένων της παραμεριζόταν προκειμένου να υλοποιηθεί πιο γρήγορα, κα­θώς μέσω των δράσεων υποτίθεται ότι θα χτιζόταν και η ενότητα. Η τήρηση των συμφων­ημένων κατευθύνσεων και διαδικασιών του καταστατικού σε πολλές περιπτώσεις αντιμετωπίστηκε ως άκαιρη, πολυτέλεια ή ακόμη και τυπολατρία. Η ποιοτική αναβάθμι­ση των περιεχομένων του αγώνα γινόταν αντιληπτή ως υπονομευτική απέναντι στην πο­σοτική μεγέθυνση της ΑΟ και την παραγωγή δράσεων στα πρώτα στάδιά της, καθι­στώντας αμφότερες πρακτικά αδύνατες.

Η αντίληψη αυτή είχε συγκεκριμένα, απτά και πολύ «πρακτικά» αποτελέσματα, τα οποία υπονόμευαν και τη δράση την ίδια. Για παράδειγμα, λίγο πριν το ιδρυτικό συνέδριο της ΑΟ, το Σεπτέμβρη του 2015, προτάθηκε ως αντιεκλογική δράση να στηρίξουμε ήδη ανα­κοινωμένη (με συγκεκριμένα πολιτικά χαρακτηριστικά) συγκέντρωση στην Αθήνα συν­διοργανωμένη από άλλο εγχείρημα και ομάδα της ΑΟ. Όταν επιχειρήσαμε να εκφράσου­με τις διαφωνίες μας πάνω στα περιεχόμενα του συγκεκριμένου καλέσματος, προτείνο­ντας μια άλλη δράση με τα δικά μας πολιτικά χαρακτηριστικά ως ΑΟ, υπήρξε πλήρης άρ­νηση συζήτησης πάνω σε οποιαδήποτε κίνηση εκτός της συγκεκριμένης, με επιχείρημα την πίεση χρόνου. Έτσι, προτείναμε τη μη συμμετοχή μας στη δράση και την υλοποίησή της από τις υπόλοιπες ομάδες. Ούτε αυτή η πρόταση έγινε αποδεκτή, γιατί θεωρήθηκε ότι «θα έδινε εικόνα διάσπασης προς τα έξω». Αποτέλεσμα ήταν ούτε ζύμωση να πραγ­ματοποιηθεί, ούτε δράση να γίνει στην Αθήνα. Ένα άλλο παράδειγμα αποτελεί η πορεία για το προσφυγικό τον Νοέμβρη του 2015, στο πρώτο ανοιχτό κάλεσμα της ΑΟ για δράση. Η, έστω και ελλιπής και πρόχειρη, ζύμωση που προηγήθηκε του καλέσματος προ­έκυψε μετά από δική μας επιμονή και το έλλειμμα πολιτικού περιεχομένου ήταν εμφανές στις συζητήσεις για τη διοργάνωση της πορείας. Η προπαγάνδιση της πορείας ήταν επί­σης ελλιπής ενώ δεν ακολούθησε καν απολογιστική συνέλευση. Επιπλέον, αρκετές είναι οι περιπτώσεις στις οποίες η ΑΟ καλούσε/συμμετείχε σε δράσεις με ελλιπείς διαθεσι­μότητες και ελάχιστη έως μηδαμινή οργάνωση.

Με την ίδια αντίληψη περί ιεράρχησης της δράσης πάνω από την πολιτική συμφωνία θεω­ρούμε ότι σχετίζεται και η θέση της ΑΟ σχετικά με τη σύμπραξη συλλογικοτήτων της με ομάδες/συλλογικότητες άλλων ιδεολογικών κατευθύνσεων. Και σε αυτή τη θεματική τέθηκε από συλλογικότητες της ΑΟ το ζήτημα της «προτεραιότητας» και της «αποτελε­σματικότητας» των δράσεών (όσο περισσότεροι τόσο καλύτερα) αλλά και το ζήτημα της πολιτικής «εγγύτητας» με διάφορους αριστερούς.

Επιπλέον, ομάδες της επαρχίας υποστήριξαν ότι οι συνθήκες των τοπικών κοινωνιών στις οποίες δρουν επέβαλαν την αναγκαιότητα για πολιτικές συμπράξεις μαζί τους. Εκφράσα­με τη θέση μας για τη μη συνυπογραφή κειμένων με μη αναρχικές ομάδες ή κόμματα, αφού η συνυπογραφή προϋποθέτει τη συνδιαμόρφωση. Δεν θεωρούμε ότι μπορεί να υπάρξει συνδιαμόρφωση αναρχικών και μαρξιστικών θέσεων σε οποιοδήποτε ζήτημα. Η ανταγωνιστικότητα θεμελιωδών αρχών, θέσεων και αντιλήψεων για τον κοινωνικό/ταξι­κό αγώνα (όπως π.χ. στο ζήτημα του κράτους) δεν επιτρέπουν τη συνδιαμόρφωση με μαρξιστογενείς, κρατιστικές ομάδες ή κόμματα. Κάθε τέτοιου τύπου σύμπραξη θολώνει και αποδυναμώνει τα αναρχικά προτάγματα και τις θέσεις, συμβάλλει στη μετατροπή των αναρχικών σε μια ακόμα συνιστώσα της «ευρύτερης αριστεράς» (ίσως την πιο δυνα­μική -με όρους συγκρουσιακότητας- μεν, συνιστώσα δε). Διευκρινίζουμε ότι τα παρα­πάνω δεν σημαίνουν ότι δεν μπορούμε να βρεθούμε σε κοινά πεδία κοινωνικών/ταξικών αγώνων με ανθρώπους της τάξης μας που ανήκουν πολιτικά στην αριστερά.

Ταυτόσημη είναι η θέση μας και για τη δημιουργία πολιτικών μετώπων. Προϋπόθεση για τη δημιουργία ενός πολιτικού μετώπου είναι συμφωνία ως προς τους σκοπούς του και τα μέσα που θα χρησιμοποιήσει για να τους πετύχει. Ούτε οι σκοποί μας ούτε τα μέσα μας μπορούν να συντεθούν με τα αντίστοιχα μαρξιστικά (είτε αυτά είναι σοσιαλδημοκρατικά είτε σταλινικά είτε τροτσκιστικά είτε οτιδήποτε άλλο).

Είθισται για μεγάλο μέρος του «χώρου» να θεωρούνται σύντροφοι κάθε ένοπλη αντικα­πιταλιστική-αντιμπεριαλιστική γκρούπα ή κόμμα. Πρόκειται, κατά τη γνώμη μας, για φε­τιχοποίηση των συγκεκριμένων μέσων πάλης και αγώνα, χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν το συνολικότερο πρόταγμά του, το οποίο πολλές φορές είναι μέχρι και εχθρικό απέναντι στην αναρχική θεώρηση και τους/ις αναρχικούς/ες. Δεν θεωρούμε συντροφικό κανένα αριστερό κόμμα (ειρηνικό ή ένοπλο). Για εμάς η διάκριση από την αριστερά δεν έχει να κάνει με το πόσο βίαια ή μη μέσα χρησιμοποιεί κανείς. Είναι διάκριση σε αρχές, στρατη­γική και προτάγματα. Η αλληλεγγύη μας σε αριστερούς/ες αγωνιστές/ριες είναι πάντα κριτική και εκκινεί από την αντίθεσή μας προς την κρατική βία και καταστολή, όταν αυτή ασκείται σε κομμάτια της τάξης μας.

Από την άλλη, υπερασπιζόμαστε τη δημιουργία κοινωνικών/ταξικών μετώπων (στο οποία μπορεί να συμμετέχει οποιοσδήποτε ενστερνίζεται τους στόχους τους). Σε ένα σω­ματείο ή μια συνέλευση γειτονιάς, για παράδειγμα, μπορούν και πρέπει να συνυπάρχουν και να συμπράττουν άνθρωποι ποικίλων ιδεολογικών καταβολών (με ένα μίνιμουμ αξια­κό πλαίσιο). Έτσι, δεν περιμένουμε από τέτοια εγχειρήματα να παράγουν αναρχικό λόγο, καθώς η μετατροπή τους σε «αναρχικά» θα ερχόταν σε αντίφαση με τη βάση πάνω στην οποία δημιουργήθηκαν. Κεντρικός στόχος τέτοιων δομών είναι πρωτίστως η ικανοποίη­ση των κοινών σε όλους άμεσων αναγκαιοτήτων, σε αντίθεση με τους στόχους μιας πολι­τικής συλλογικότητας/ομάδας/οργάνωσης, οι οποίοι αφορούν στο συνολικό κοινωνικό μετασχηματισμό.

Ωστόσο, αυτό που τελικά αποτυπώθηκε στο καταστατικό αντικατοπτρίζει και την κα­τάληξη του διαλόγου πάνω στο ζήτημα των συμπράξεων. Άλλα ισχύουν για την ΑΟ, άλλα για τις συλλογικότητες:

Η ομοσπονδία δεν συνυπογράφει με θεσμικά, καθεστωτικά σχήματα ή σχήμα­τα με εξου­σιαστικές πολιτικές αντιλήψεις και κόμματα.

Οι αναρχικές ομάδες που συναποτελούν την ομοσπονδία δεν συνυπογράφουν με καθεστω­τικά ή θεσμικά σχήματα και κόμματα.


2. Αφορμαλισμός/Αθέτηση συμφωνιών και τρόπου λειτουργίας

Η «οργανωτική χαλαρότητα» που είχε διαποτίσει την ΑΟ ήταν φανερή και στις διαδικα­σίες των οργάνων της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο τρόπος διεξαγωγής των Γενικών Συμ­βουλίων, στα οποία λαμβάνονταν οι βασικές αποφάσεις της. Οι διαδικασίες διακατέχο­νταν από ένα παρεΐστικο κλίμα, ενώ ταυτόχρονα προωθούνταν από τις περισ­σότερες συλλογικότητες μια αντίληψη «οικογενειακής ενότητας», για χάρη της οποίας έπρεπε από τη μία να αποφεύγουμε τις εσωτερικές διαφωνίες, και από την άλλη να μην αφήνουμε όσες υπάρχουν να βγαίνουν «προς τα έξω».

Οι προσπάθειές μας για καλύτερη προετοιμασία των προγραμματιζόμενων δράσεων, είτε ως προς το περιεχόμενο, είτε ως προς την υλοποίηση, παρακάμπτονταν γρήγορα. Οι προ­τάσεις για δράσεις, συμμετοχή σε καλέσματα και παραγωγή ανακοινώσεων, ερχόντουσαν η μία μετά την άλλη, με τα ζητήματα περιεχομένων και προετοιμασίας που, τις περισ­σότερες φορές, προέκυπταν είτε να παραπέμπονται επ’ αόριστον στα όργανα, είτε να πα­ρακάμπτονται εντελώς, είτε να αφήνονται στην πεπατημένη (αναλαμβάνει ένας/μια να οργανώσει/γράψει). Όπως ακριβώς δηλαδή «οργανώνονταν» κατά κύριο λόγο τα πράγ­ματα στο γνωστό σε όλους/ες αφορμαλιστικό μοντέλο· στο πόδι, χωρίς αναλήψεις ευθυ­νών, και εκτός διαδικασιών. Φαινόμενα τα οποία ελπίζαμε (εμείς τουλάχιστον) να κατα­πολεμήσουμε δημιουργώντας μια οργάνωση, όχι να τα αναπαράγουμε. Τα αποτελέσματα ήταν τα αναμενόμενα, ακόμη και με εντελώς πρακτικούς όρους. Διαθεσιμότητες που δεν δηλώνονταν ή δεν εμφανίζονταν ποτέ, κανονισμένα ραντεβού για μεταφορά σημαιών και πανό που δεν πραγματοποιήθηκαν, φωτοτυπίες κειμένων που δεν βγήκαν ποτέ ώστε να μοιραστούν σε πορείες στις οποίες καλούσαμε.

Αντίστοιχο παράδειγμα αυτού του τύπου λειτουργίας αποτέλεσε η πρώτη ανοιχτή δη­μόσια κίνηση της ΑΟ μετά την εκδήλωση παρουσίασής της. Προτάθηκε η διεξαγωγή ενός πάρτι, καθώς το ταμείο της ΑΟ δεν επαρκούσε για την κάλυψη των εξόδων (προπα­γανδιστικό υλικό, υλικοτεχνικό εξοπλισμό) των προγραμματισμένων δράσεων. Αρχικά διαφωνήσαμε με τη συγκεκριμένη πρόταση, καθώς θεωρούσαμε ότι το ταμείο θα επαρ­κούσε αν οι περισσότερες ομάδες ήταν συνεπείς στην δέσμευση τους για μηνιαία συνει­σφορά, άρα θα έπρεπε να στηριχθούμε σε αυτό προτού καταφύγουμε στη λύση του πάρ­τι. Κάποιες ομάδες όμως δήλωσαν πως αδυνατούσαν και, αφού «ο χρόνος πίεζε», συναι­νέσαμε στη πρόταση. Μια δεύτερη διαφωνία, στην οποία όμως δεν επιμείναμε, ήταν πως θεωρούσαμε λάθος η πρώτη δημόσια εκδήλωση της ΑΟ, αμέσως μετά την ίδρυσή της, να είναι ένα, κενό πολιτικού περιεχομένου, πάρτι οικονομικής ενίσχυσης.

Κατά τη διαδικασία συνδιαμόρφωσης της αφίσας του πάρτι, δεν υπήρξε έντυπη πρόταση από τη συλλογικότητα που είχε αναλάβει να φτιάξει το προσχέδιο. Η προφορική περι­γραφή της συνάντησε ενστάσεις κι έτσι αποφασίστηκε να κατατεθεί έντυπη πρόταση και να εγκριθεί από τις συλλογικότητες. Ωστόσο, μερικές ώρες μετά, το ίδιο βράδυ, είδαμε την αφίσα όπως μας είχε περιγραφεί αρχικά να έχει ήδη δημοσιοποιηθεί στο ίντερνετ, προσπερνώντας κάθε διαφωνία και παρακάμπτοντας κάθε διαδικασία έγκρισης. Το ζήτη­μα τέθηκε από εμάς στο επόμενο Γενικό Συμβούλιο, όπου ζητήσαμε και συμφωνήθηκε να κατέβει η μη εγκεκριμένη αφίσα, με τις περισσότερες ομάδες ωστόσο να υποβαθμί­ζουν το ζήτημα επικαλούμενες τον «πειραματικό χρόνο λειτουργίας». Τελικά όμως οι αποφάσεις του Γενικού Συμβουλίου δεν εφαρμόστηκαν, οδηγώντας μας στην τελική απόφαση να ανακοινώσουμε δημόσια τη μη συμμετοχή μας στη διοργάνωση του πάρτι. Η τοποθέτησή μας στο εσωτερικό της ΑΟ ήταν: Θεωρούμε ότι η συγκεκριμένη αφίσα της ΑΟ προέκυψε με παντελή έλλειψη συνδιαμόρφωσης των περιεχομένων και της αισθητικής της καθώς και ότι παραβιάστηκε κάθε διαδικασία συνδιαμόρφωσης/έγκρισης, αγνοήθηκαν επιδεικτικά ενστάσεις συλλογικοτήτων, αλλά και αποφάσεων οργάνων (…). Δυσκολευόμα­στε να παρακολουθήσουμε το σκεπτικό κατά το οποίο μια εντελώς παράτυπη διαδικασία και η ετσιθελική υλοποίηση αποφάσεων μιας συλλογικότητας δεν αποτελεί πρόβλημα, ενώ ταυτόχρονα αυτοί που το επισημαίνουν εγκαλούνται ότι «κολλάνε δράσεις». Ειδικά όταν αυτό αιτιολογείται με το «λάθος έγινε, πιθανότατα θα ξαναγίνει» και την επίκληση του πει­ραματικού χαρακτήρα του πρώτου έτους λειτουργίας της ΑΟ. Η πειραματική λειτουργία αφορά στον πειραματισμό μέσω της εφαρμογής αυτών που έχουμε ήδη συζητήσει επί 3 χρόνια και αποφασίσει, όχι στην αφορμαλιστική καταστρατήγησή τους. Αν δεν επιθυμούμε να τα εφαρμόσουμε, τότε τι ακριβώς θα απολογίσουμε σε ένα χρόνο;

Παράλληλα με τα παραπάνω, τον Οκτώβρη του 2015, η ΑΟ εμφανίστηκε να εκπροσω­πείται από μέλη ομάδας της στην εκδήλωση «Crossing Bridges 2015-Party and Politics» στη Γερμανία χωρίς να έχει ενημερωθεί ποτέ για αυτήν. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τις κάθετες πολιτικές διαφωνίες που είχαμε σε σχέση με τη συγκεκριμένη εκδήλωση, μας οδήγησε να θέσουμε το ζήτημα στα όργανα της ΑΟ. Η κατάληξη, μετά από αρκετές συζητήσεις, ήταν η διαβεβαίωση ότι θα αναρτηθεί στο σάιτ της ΑΟ (όταν αυτό θα ετοι­μαζόταν) μια ανακοίνωση που θα λέει ότι η ΑΟ δεν είχε κανενός είδους συμμετοχή στη συγκεκριμένη εκδήλωση. Καμία τέτοια ανακοίνωση δεν υπήρξε.

Λίγο καιρό αργότερα, και στα πλαίσια των προσπαθειών επίλυσης της προαναφερθείσας διένεξης μεταξύ της περιφέρειας Αθήνας της ΑΟ και ενός στεκιού της Αθήνας, αποφασί­στηκε συνάντηση των δυο μερών. Από τη μεριά μας, συμμετείχαμε στη συνάντηση, έχο­ντας αναφέρει ρητά στο εσωτερικό της περιφέρειας Αθήνας τους όρους συμμετοχής μας, οι οποίοι σχετίζονταν με την αποφυγή επιβολής θέσεων/αποφάσεων δια της επίδειξης ισχύος. Τονίσαμε ότι σε περίπτωση που αυτοί δεν τηρηθούν, θα αποχωρήσουμε. Οι όροι αυτοί έγιναν αποδεκτοί από το σύνολο της περιφέρειας. Η συμφωνία αυτή δεν τηρήθηκε κατά τη διάρκεια της συνάντησης από τη μεριά της περιφέρειας, πράγμα που επισημάνα­με επανειλημμένα. Οι επισημάνσεις αυτές αγνοήθηκαν επιδεικτικά από όλες τις συλλογι­κότητες της ΑΟ πλην μίας, οδηγώντας μας αμφότερες να αποχωρήσουμε από τη διαδικα­σία. Ο ρητός διαχωρισμός της θέσης μας από αυτήν την κατάσταση, οδήγησε στο να κα­τηγορηθούμε ως διασπαστικοί και διαρρηγνύοντες την ενότητα της ΑΟ.

Πριν μιλήσουμε για ενότητα, θα πρέπει να εξετάζουμε αν υπάρχουν οι προϋπο­θέσεις της. Σεβασμός στην ενότητα που δεν προκύπτει από σεβασμό στις συλ­λογικές δεσμεύσεις και την αυτονομία των ομάδων δε νοείται επ’ ουδενί. Δεν μπορεί να παραβιάζονται αποφάσεις για ζητήματα που έχουμε επισημάνει, να φοριέται καπέλο στην περιφέρεια η βούληση ορι­σμένων ομάδων και να μη μι­λάμε επειδή «τα εν οικώ μη εν δήμω». Δεν είμαστε φαμίλια.

Αυτή ήταν η θέση μας τότε, και αυτή συνεχίζει να είναι και σήμερα.

Η δομή και ο τρόπος λειτουργίας της οργάνωσης είχε αποφασιστεί για να τεθεί σε εφαρ­μογή και να κατακτηθεί από τις συλλογικότητες κατά τον πειραματικό χρόνο λειτουργίας της ΑΟ. Η πειραματική λειτουργία όμως κατέληξε δικαιολογία για την αναίρεση, τη πα­ραβίαση, τη μη υλοποίηση αποφάσεων. Δυστυχώς ή ευτυχώς δεν υπάρχει κανένας τεχνι­κός τρόπος να προτείνουμε σε αναρχικούς/ες ώστε να τηρούν τις κοινές τους συμ­φωνίες και τις μεταξύ τους δεσμεύσεις με τον τρόπο που έχουν συμφωνήσει να το κάνουν.

Σε εκείνο το χρονικό σημείο, απολογίζοντας τη συσσωρευμένη απογοήτευσή μας από τη μέχρι τότε πορεία και τις εσωτερικές διαδικασίες της ΑΟ, πήραμε την απόφαση στο εσω­τερικό μας να αποχωρήσουμε από αυτήν, εκκινώντας ταυτόχρονα συζητήσεις αναφορικά με τον ορθότερο πολιτικά τρόπο και χρόνο να το κάνουμε.


3. Αντισυντροφικές συμπεριφορές (ως επιστέγασμα)

Σε άμεση συνάφεια με το παρεΐστικο κλίμα και τον αφορμαλιστικό και διεκπεραιωτικό τρόπο διεξαγωγής των διαδικασιών, προέκυψαν διάφορα περιστατικά που αφορούσαν στην έλλειψη αμοιβαίου σεβασμού, την εκτράχυνση των διαδικασιών μέσω ανεβα­σμένων τόνων, καυγάδων κ.λπ. Σε περιπτώσεις που θέταμε πολιτικά ζητήματα, όπως αυτά που προαναφέρθηκαν, αντιμετωπιζόμασταν με καχυποψία, και μας εκφραζόταν ανοιχτά ότι χαλάμε το ενωτικό κλίμα των διαδικασιών, διασπούμε το αίσθημα συνοχής, και ότι βάζουμε προσκόμματα στην εξέλιξη των διαδικασιών με την εμμονή μας στην «αναρχική καθαρότητα».

Οι συσσωρευμένες αντιθέσεις δεν άργησαν να εκραγούν: οι πολιτικές και οργανωτικές συμφωνίες παραβιάζονταν σχεδόν σε κάθε βήμα, ενώ οι φωνές οι οποίες μιλούσαν ενάντια σε αυτό το πνεύμα γρήγορα αντιμετωπίστηκαν ως εχθρικές. Η αντιμετώπιση αυτή οδήγησε στο συχνό φαινόμενο των αντισυντροφικών συμπεριφορών και της ανεκτι­κότητας σε αυτές που επέδειξαν οι περισσότερες ομάδες.

Το κερασάκι στην τούρτα ήταν οι απειλές που εκτοξεύτηκαν από εκπρόσωπο συλλογι­κότητας της ΑΟ εναντίον της σωματικής ακεραιότητας κοντινού μας συντρόφου (και μέλους συλλογικότητας εκτός ΑΟ), αλλά και ενός συντρόφου της συλλογικότητάς μας. Οι απειλές αυτές μεταφέρθηκαν αρχικά τηλεφωνικά και στη συνέχεια μέσα σε Γενικό Συμβούλιο της ΑΟ. Αφορμή για τις απειλές στάθηκε ένα retweet (!) του συντρόφου, το οποίο θεωρήθηκε χλευαστικό για συγκεκριμένη συλλογικότητα της ΑΟ.

Συνηθίζουμε να επιλέγουμε το με ποιους συζητάμε πολιτικά και να μην απαντάμε σε μι­κροπρέπειες, προκλήσεις και τη συνηθισμένη λάσπη που κυκλοφορεί υπό τη μορφή άλ­λοτε κειμένων και άλλοτε κουτσομπολιού εντός «χώρου». Ακόμη κι όταν μας απευθύν­θηκε στο παρελθόν ο χαρακτηρισμός «DIY(?) cointelpro», αποφασίσαμε ότι η «κατηγο­ρία» δε χρήζει καμιάς απάντησης, μια και ανταγωνίζονταν σε φαιδρότητα αυτούς που την εκτόξευσαν. Όταν όμως, από εκπρόσωπο συλλογικότητας με την οποία συμμετέχου­με από κοινού σε ένα ομόσπονδο σχήμα, εξαπολύθηκαν απειλές για τη σωματική ακε­ραιότητα συντρόφων (κι επαναλήφθηκαν εντός Γενικού Συμβουλίου της ΑΟ ως απο­φάσεις συλλογικοτήτων) θεωρήσαμε ότι δεν μπορούσαμε να προσπεράσουμε το ζήτημα ως φαιδρότητα. Ζητήθηκε η θέση των υπόλοιπων παρευρισκόμενων συλλογικοτήτων και η απάντησή τους κατάφερε να μας εκπλήξει, ακόμα και μετά τα όσα είχαν προηγηθεί. Καμία από τις παριστάμενες συλλογικότητες (απουσίαζαν 3 από την επαρχία και μια από την Αθήνα συμμετείχε ως παρατηρήτρια) δεν έδειξε να ενοχλείται από τις εκτοξευόμενες απειλές. Όλες αναφέρθηκαν στο ατόπημα του συντρόφου που έκανε το retweet, στο πόσο διασπαστικά δρα για την ΑΟ, στην κακή εικόνα που δημιουργεί προς τα «έξω». Το γεγο­νός αυτό οδήγησε στην εσπευσμένη ανακοίνωση της ήδη ειλημμένης απόφασής μας να αποχωρήσουμε από την ΑΟ.

Όντας μέσα σε μια τέτοια πολιτική κατάσταση μας ήταν δύσκολο το να αντιληφθούμε το γενικότερο πλαίσιο μέσα στο οποίο εκτυλίσσονταν οι διαφωνίες εντός της ΑΟ αλλά και τις δικές μας ευθύνες για την τροπή τους. Το σύνολο των γεγονότων και των πολιτικών θέσεων που εκφράστηκαν καθ’ όλο το διάστημα της παραμονής μας στην ΑΟ. κατα­φέραμε να το αποτιμήσουμε με ψυχραιμία, εξετάζοντας τα πράγματα περισσότερο απο­στασιοποιημένα, μετά την αποχώρησή μας.


Συμπεράσματα

Από όσα αναφέρουμε πιο πάνω, θεωρούμε ότι έχουν γίνει σαφείς οι λόγοι αποχώρησής μας από την ΑΟ. Αυτό που μας προβλημάτισε αρκετά ήταν το γιατί μείναμε τόσο καιρό κι επιμέναμε στο να προσπαθούμε να συμβιβάσουμε πράγματα που έδειχναν (και τελικά ήταν) ασυμβίβαστα.

Ένα από τα σημεία που έδρασαν καταλυτικά για την παραμονή μας στην ΑΟ για ένα πε­ρίπου χρόνο μετά τη διάσπαση ήταν η λεγόμενη πειραματική λειτουργία της κατά το πρώτο έτος. Θεωρήσαμε ότι το πέρασμα από μια σειρά πιο θεωρητικών συζητήσεων για τη δομή και τη λειτουργία της ομοσπονδίας στην έμπρακτη εφαρμογή τους θα έφερνε την απαιτούμενη εμπειρία ώστε να γίνει συνολικά κατανοητό το τι από όσα συναποφασίσ­αμε είναι λειτουργικό σε μια ομοσπονδία και τι όχι. Η μεταφορά της εμπει­ρίας μας από τον τρόπο λειτουργίας των συλλογικοτήτων και των ευρύτερων (αλλά πιο χαλαρών σε επίπεδο πολιτικής συμφωνίας, σε σχέση με μια ομοσπονδία) διασυλλογικών σχη­μάτων δεν αποτελούσε εχέγγυο για την ομαλή λειτουργία ενός πολιτικά δεσμευτι­κότερου (όπως θεωρούσαμε ότι θα είναι) ομόσπονδου σχήματος. Εύλογα, θεωρούμε, αποφασίσα­με να δώσουμε τον απαραίτητο χρόνο για να διαπιστωθούν τα παραπάνω. Τε­λικά η πει­ραματική λειτουργία αποτέλεσε στην πραγματικότητα ευκαιρία για κάποιες συλλογι­κότητες να κάνουν του κεφαλιού τους, επικαλούμενες ακριβώς τον πειραματικό χαρα­κτήρα του πρώτου χρόνου. Από τη μεριά μας, έχοντας τη θέση ότι ο «πειραματι­σμός» αφορούσε τη δοκιμή όσων έχουμε συμφωνήσει (ώστε να μπορούμε να τα απολογί­σουμε από κοινού) και όχι την παραβίασή τους, εξαντλήσαμε την υπομονή μας ασχολού­μενοι/ες συνεχώς με στοιχειώδη ζητήματα -και υποτίθεται λυμένα από τον προσυνεδρια­κό διάλο­γο- όπως αυτά που αναφέραμε παραπάνω.

Από την αρχή του εγχειρήματος, και πολύ πριν τη διάσπαση, βλέπαμε ότι μέρος των ομάδων δεν συμμετείχε ενεργά στις συζητήσεις για το καταστατικό και απλά συναινού­σε. Δεν αποτύπωνε γραπτά τις θέσεις του ώστε να είμαστε όλοι σε θέση να τις κατανοή­σουμε και να συζητήσουμε πάνω σε αυτές. Θεωρώντας ότι κάθε ομάδα έχει τον δικό της τρόπο να επεξεργάζεται τα ζητήματα, δεν επιμείναμε στην γραπτή κατάθεση θέσεων. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μπορούν οι θέσεις να αλλάζουν σύμφωνα με το κλίμα της συζήτησης και να μην είναι σαφές το αν οι προφορικές τοποθετήσεις εκπροσωπούν θέσεις κάποιας συλλογικότητας ή αποτελούν στιγμιαία έμπνευση του εκπροσώπου της. Σε ορισμένες περιπτώσεις συναινετικών αποφάσεων, μας ήταν ξεκάθαρος ο προσχηματι­κός χαρακτή­ρας της συναίνεσης (γεγονός το οποίο επισημάναμε ανοιχτά και γραπτά), λόγω των ήδη εκφρα­σμένων αντιθετικών θέσεων και της ιδιαίτερης επιμονής σε αυτές.

Έχοντας τη διαβεβαίωση ότι δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο, αλλά για πραγματική συναί­νεση, εκλάβαμε και το αποτέλεσμα των επί τρία χρόνια συζητήσεων και συνδιαμόρφω­σης, το καταστατικό, ως αυτό που διακυρηγμένα ήταν• δεσμευτικό. Θεωρήσαμε δηλαδή δεσμευτικές για τις συλλογικότητες τις καταγεγραμμένες (και δημόσια κοινοποιημένες) συμφωνίες μας. Στην πραγματικότητα αποδείχθηκαν δεσμευτικές στο βαθμό που η καθε­μιά αποφάσιζε να δεσμευτεί ανάλογα με τη συγκυρία. Όσες φορές αναφερθήκαμε στις κοινές και καταγεγραμμένες συμφωνίες μας μέσα στις διαδικασίες της ΑΟ, εισπράξα­με από αδιαφορία και υποβάθμιση των ζητημάτων που θέταμε έως ρητές διατυπώσεις εκ­προσώπων ομάδων ότι «το καταστατικό είναι απλά ένα χαρτί. Η πραγματική ζωή θα δώσει τις απαντήσεις». Παρ’ όλα αυτά, πορευτήκαμε μέσα στην ΑΟ με το καταστατικό ως πολιτική βάση, επιμένοντας να το θεωρούμε απόσταγμα της συλλογικής μας κινημα­τικής εμπειρίας και των τριών χρόνων του μεταξύ μας διαλόγου. Από ένα σημείο και μετά όμως, διαπιστώσαμε ότι πρακτικά δεν αποτελούσε κάτι τέτοιο και η ΑΟ θα λειτουρ­γούσε με τον γνώριμο για δεκαετίες σε όλους/ες αφορμαλιστικό τρόπο.

Βέβαια, ακόμη και το ίδιο το καταστατικό δεν αποτελούσε -και δεν θα μπορούσε να απο­τελέσει- πανάκεια. Κατά τη διαμόρφωσή του αποδεχτήκαμε, εσφαλμένα, την άμβλυνση διαπιστωμένων διαφωνιών με συγκεκριμένες συλλογικότητες, με καθαρά τεχνικούς όρους. Δηλαδή με όρους διατυπώσεων, έτσι ώστε «να εμπεριέχονται όλοι», θεωρώντας ότι αυτές θα επιλύονταν μέσω του διαλόγου σε δεύτερο χρόνο. Το αποτέλεσμα ήταν το «θόλωμα» αυτών των διαφωνιών και συνακόλουθα η πλήρης αδυναμία ξεπεράσματός τους, μέσω της προσπάθειας δημιουργίας μιας (πλασματικής όπως, και τελικά, αποδεί­χθηκε) πολιτικής κοινότητας.

Μας έγινε γρήγορα σαφές ότι το πρόβλημα δεν ήταν η στάση των συγκεκριμένων συλλο­γικοτήτων. Έχοντας εμπιστοσύνη στις διακηρυγμένες θέσεις των υπόλοιπων συλλογικο­τήτων, θεωρούσαμε ότι μαζί τους θα υπερασπιζόμασταν τόσο το καταστατικό όσο και τον γενικότερο πολιτικό χαρακτήρα της ΑΟ. Δυστυχώς, η βούληση του «να είμαστε πολ­λοί» και να «είμαστε οικογένεια» υπερίσχυσε κάθε άλλης πολιτικής θέσης. Έτσι βρεθή­καμε, μαζί με ελάχιστες άλλες συλλογικότητες, να υπερασπιζόμαστε επανειλημμένα αρ­χές και θέσεις τις οποίες θεωρούσαμε εξ αρχής δεδομένες για μια αναρχική ομοσπονδία (όπως πχ το ότι μια αναρχική οργάνωση δεν στοχεύει στην διαχείριση στρατηγικών το­μέων του κράτους κατά τη διάρκεια του κενού εξουσίας που προκύπτει σε μια εξέγερση, μέχρι την απόδοσή τους στο προλεταριάτο).

Η μεταξύ μας απόσταση, τόσο λόγω των πολιτικών διαφωνιών όσο και λόγω των διαφο­ρετικών αντιλήψεων για τους τρόπους επίλυσής τους, σταδιακά μετατράπηκε σε χάσμα. Από κάποιο σημείο μάς ήταν φανερό ότι διαφορετικές (ως και εχθρικές) αντιλήψεις συ­νυπήρχαν εντός του εγχειρήματος. Αυτό εκφράστηκε ως μια ριζική αλλαγή κατεύθυνσης στον εσωτερικό διάλογο: από μια συζήτηση και προσπάθεια εύρεσης κοινών τόπων που έδειχνε να διατη­ρεί τη δυνατότητα σύνθεσης, επικράτησε απολύτως ο πολιτικός ανταγω­νισμός. Αναγνω­ρίζουμε πλέον ως σφάλμα το ότι καταλήξαμε να συμμετέχουμε σε μια διαδικασία πολιτι­κού ανταγωνισμού με όρους πολεμικής (και όχι πολιτικής σύνθεσης ή διαπάλης ιδεών, όπως επιδιώκαμε). Κατανοώντας από το καλοκαίρι του 2015 ότι οι θέσεις πλέον δεν μπο­ρούσαν να συντεθούν, δεν είχε κανένα απολύτως νόημα η παραμο­νή μας στο εγχείρημα τον Σεπτέμβρη του 2015. Απολογιστικά, θεωρούμε ότι η αποχώρη­σή μας τότε θα μας αποδέσμευε από την κατάσταση διαρκών προστριβών που ακολούθη­σε, απελευθερώνο­ντας μεγάλο μέρος της δυναμικής μας, ενώ ταυτόχρονα θα επέτρεπε στις υπόλοιπες ομάδες της ΑΟ να κινηθούν οργανωτικά και πολιτικά με τον τρόπο που θεωρούσαν εκεί­νες καλύτερο.

Όσον αφορά τον τρόπο οργάνωσης που είχαμε εξαρχής προτείνει ως συλλογικότητα, δη­λαδή το σχήμα «μέση οδός μεταξύ σύνθεσης και πλατφόρμας» (με τη διατήρηση των θε­τικών, κατ’ εμάς, στοιχείων από την κάθε μορφή οργάνωσης), στηρίξαμε ότι η παρέμβα­σή μας στο σήμερα έπρεπε να βασίζεται σε όσο το δυνατόν πιο βαθιές συμφωνίες (στοι­χείο της πλατφόρμας), οι οποίες, μέσω της ελευθερίας κινήσεων και των πρωτοβουλιών των συλλογικοτήτων και των τοπικών οργάνων (στοιχείο των ομοσπονδιών σύνθεσης), θα έχουν τη δυνατότητα να εκβάλουν σε πολύπλευρο αλλά και συνεκτικό αναρχικό λόγο και δράση. Δεν ιεραρχήσαμε ούτε το μέγεθος της οργάνωσης ούτε την ποσότητα των δράσεων της πάνω από το περιεχόμενό τους, αφού τα αντιλαμβανόμαστε ως αλληλοτρο­φοδοτούμενα και συμπληρωματικά. Πιστεύουμε ότι τελικά στην ΑΟ συνέβη ακριβώς το αντίστροφο από αυτό που επιδιώκαμε: το επίπεδο συμφωνιών να αντιστοιχεί σε χαλαρή ομοσπονδία σύνθεσης, ενώ η προσδοκίες για την ενότητα στη δράση να αντιστοιχούν σε σκληρού τύπου πλατφόρμα. Αυτή η βασική πολιτική θέση και αντίληψη θεωρούμε ότι εί­ναι που οδήγησε στη σειρά προβλημάτων στα οποίες αναφερθήκαμε παραπάνω.

Ένας από τους βασικότερους λόγους συμμετοχής μας στο οργανωτικό εγχείρημα ήταν η αναγνώριση της αναγκαιότητα ενός (ή περισσότερων) προγράμματος. Για το ζήτημα αυτό διατηρούμε στο ακέραιο τη θέση που είχαμε διατυπώσει πριν 7 χρόνια:

… η κοινωνία που οραματιζόμαστε είναι αυτή που νοηματοδοτεί τους αγώνες μας. Η άρνη­ση του υπάρχοντος, χωρίς την ύπαρξη μιας (ή περισσότερων) ανταγωνιστικής ως προς αυτό πρότασης οργάνωσης της ζωής μας και της κοι­νωνίας, μας τοποθετεί σε θέση διαρ­κούς άμυνας (συνεπώς και ετεροκαθορι­σμού, μια και την πρωτοβουλία κινήσεων την έχει το κράτος) και καθιστά τις δράσεις μας, άμεσα ή έμμεσα ενσωματώσιμες/αφομοιώσιμες. Η όσο το δυνατό σαφέστερη διατύπωση των αξιών και των προταγμάτων μας για την αυρια­νή κοινωνία είναι αυτή που μπορεί να εμπνεύσει τις δράσεις μας στο σήμερα και να τις κάνει πραγματικά επαναστατικές και ανταγωνιστικές προς το υπάρχον πολιτικοκοινωνικό σύστημα. Ο θετικός προσδιορισμός μας με την προβολή των προταγμάτων και των θέσεών μας, όχι απλά σε αντιδιαστολή με τις επιθε­τικές κινήσεις του κράτους και του κεφαλαίου, θα συμβάλλει στο ξεπέρασμα της μερικότητας των δράσεων, σε μια εξεγερσιακή και επανα­στατική προοπτι­κή για την κοινωνική απελευθέρωση.

Πέρα από την αναγνώριση της κινηματικής του αναγκαιότητας, η διαμόρφωση αναρχι­κού προγράμματος θα αποτελούσε, θεωρούσαμε, κι ένα ιδανικό πεδίο ζύμωσης και συ­γκερασμού θέσεων μεταξύ των συλλογικοτήτων. Η άρνηση για τη συλλογική επεξεργα­σία θέσεων μέσα στην ΑΟ και η πρόκριση ενός διαρκούς ακτιβισμού (στα λόγια τουλάχι­στον), χωρίς συγκεκριμένη επεξεργασία, ζύμωση και, τελικά, στρατηγική κατεύθυνση ήταν βασικός ανασταλτικός παράγοντας για τη συνέχιση της συμμετοχή μας. Ήμαστε διατεθειμένοι/ες να περιμένουμε, και αυτό κάναμε, την υλοποίηση μιας τέτοιας διαδικα­σίας (ένα από τα 7 βασικά σημεία στο αρχικό κείμενο του κα­λέσματος που συζητήθηκε και αποφασίστηκε κατά τη διάρκεια των προσυνεδριακών). Οι θέσεις που διατυπώνονταν από συλλογικότητες (πριν και, κυρίως, μετά τη διάσπαση) εντός της ΑΟ και τα γεγονότα που αναφέρουμε πιο πάνω, έκαναν σαφές και οριστικό το ανέφικτο ενός τέτοιου πλάνου.

Η αρχική πρόταση-κάλεσμα των τεσσάρων συλλογικοτήτων για τη δημιουργία μιας πολιτικής οργάνωσης-ομοσπονδίας έκανε σαφές ότι πρόκειται για έναν πειραματισμό. Ο στόχος του καλέσματος ήταν η ομοσπονδιακή οργάνωση της αναρχοκομμουνιστικής τάσης του ελλαδικού χώρου (ή τουλάχιστον του μεγαλύτερου μέρους της). Αντ’ αυτού, το κάλεσμα συσπείρωσε ομάδες που στο δημοφιλές δίπολο («κοινωνικοί-αντικοινωνικοί») εκείνης της περιόδου εντάσσονταν στον πόλο της «κοινωνικής αναρχίας». Επειδή όμως η «μη αντικοινωνικότητα» δεν αποτελεί πολιτικό ρεύμα, το πολιτικό έλλειμμα του πόλου αυτού είχε σαν άμεσο αποτέλεσμα να νοηματοδοτούνται με διαφορετικούς τρόπους, βα­σικά, θεμελιώδη ζητήματα. Απολογιστικά, θα λέγαμε ότι η πολιτική βάση συσπείρωσης των ομάδων που πλαισίωσαν το αρχικό κάλεσμα ήταν μια γενική και αόριστη αναγνώρι­ση της αναγκαιότητας για οργάνωση. Θεωρούμε πλέον λανθασμένο τον τρόπο τον οποίο συνδιαμορφώσαμε για το άνοιγμα ενός τέτοιου εγχειρήματος στο «χώρο».

Ο τρόπος αυτός είχε σαν αποτέλεσμα να ανταποκριθούν ομάδες που ουσιαστικά δεν απο­δέχονταν την πολιτική βάση του καλέσματος, ήταν όμως διατεθειμένες να συναινέσουν (έστω και πρόσκαιρα) προκειμένου να ενταχθούν στην πρωτοβουλία που θα ξεκινούσε. Αυτό φάνηκε κατά τη διάρκεια των προσυνεδριακών διαδικασιών της πρωτοβουλίας για τη συγκρότηση της ΑΠΟ. Πέρα από τα ζητήματα που δεν είχαν ξανατεθεί, αναλώσαμε αρκετές ώρες συζητήσεων σε θέματα που είχαν θεωρητικά λήξει με την αποδοχή του κα­λέσματος (οργάνωση της αναρχοκομμουνιστικής τάσης – όχι του «χώρου», ομοσπονδία ομάδων – όχι ατόμων κ.ο.κ.).

Τα πολύ σοβαρά πολιτικά ζητήματα που προέκυψαν κατά τις προσυνεδριακές διαδικασί­ες δεν τέθηκαν ποτέ ως τέτοια, ώστε να είναι σαφείς οι διαφωνίες και γίνει μια προ­σπάθεια επίλυσής τους μέσω διαλόγου και ζύμωσης. Αντίθετα, ο διάλογος πάνω στις θε­ματικές αυτές περιστρεφόταν τις περισσότερες φορές γύρω από τη διαπραγμάτευση των διατυπώσεων και σε περιπτώσεις την πλασματική συναίνεση πάνω στις διατυπώσεις μέχρι να προχωρήσει η ατζέντα και να προκύψουν και πάλι ζητήματα της ίδιας πολιτικής ουσίας (μεταθέτοντας δηλαδή το πρόβλημα στο μέλλον). Αυτός ο τρόπος αντιμετώπισης των διαφωνιών, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ορισμένες από αυτές αφορούσαν ζητή­ματα αρχών, οδήγησε σε σοβαρή έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των ομάδων, συνεπώς και σε καχυποψία και απουσία πρόθεσης για συνδιαμόρφωση σε μια σειρά ζητημάτων.

Ένα τέτοιο, οριακό, σημείο έλλειψης εμπιστοσύνης ήταν για εμάς και αυτό που οδήγησε στη διάσπαση, όπως αναφέραμε και παραπάνω. Το συμπέρασμα που αποκομίσαμε από την εμπειρία μας μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο είναι ότι από τη στιγμή που υπάρχει έλ­λειψη εμπιστοσύνης, είναι αδύνατο να μπορέσει να κατακτηθεί οποιαδήποτε πολιτική ενότητα.

Ωστόσο, η έλλειψη πολιτικής ενότητας συνέχισε να υπάρχει και στο νέο σχήμα. Αυτή τη φορά ήταν η λογική της οικογένειας και του «τα εν οίκω μη εν δήμω», που ήρθε για να καλύψει το πρόβλημα, με τα αποτελέσματα που αναλύσαμε παραπάνω. Οι περισσότερες συλλογικότητες της ΑΟ θεώρησαν ότι πρέπει πρώτα να κατακτηθεί το «αίσθημα» της οι­κογένειας και ότι αυτό με τη σειρά του θα συμβάλλει στην άμβλυνση ή την επίλυση των ανοιχτών ζητημάτων-διαφωνιών.

Τόσο πριν όσο και μετά τη διάσπαση του αρχικού εγχειρήματος (της πρωτοβουλίας για την ΑΠΟ) θεωρούσαμε ότι το στοιχείο που μπορεί να αποτελέσει το στέρεο έδαφος για το χτίσιμο της συντροφικότητας είναι οι πολιτικές συμφωνίες. Η ενότητα για να κατα­κτηθεί απαιτεί κοινό στόχο, αξιακό κώδικα και πολιτική αντίληψη. Απαιτεί βαθιές πολιτι­κές συμφωνίες και σεβασμό σε αυτές. Δεν κατακτάται ούτε με δομικούς/συγκεντρωτι­κούς ούτε με αφορμαλιστικούς/παρεΐστικους όρους.

Όσα αναφέρονται παραπάνω δε σημαίνουν ότι πάψαμε να θεωρούμε σημαντική την ορ­γάνωση των αναρχικών συλλογικοτήτων σε έναν δεύτερο βαθμό, αλλά το ότι δεν μας εμπεριέχουν πολιτικά τα σχήματα που προέκυψαν. Διατηρούμε τις θέσεις μας σχετικά με την αναγκαιότητα της οργάνωσης των αναρχικών, συνεχίζουμε να θεωρούμε τον τρόπο ομοσπονδιοποίησης που προτείναμε ως τον βέλτιστο τρόπο οργάνωσης.

Οι τρόποι οργάνωσής μας, δεν αποτελούν απλώς μέσα για την επίτευξη ενός σκοπού, αλλά βίωση της αναρχίας στο σήμερα και αντικατοπτρίζουν εν μέρει την κοινωνία που επιθυμούμε. Η παραγωγή αποτελεσμάτων προκύπτει ως επακόλουθο. (από την Εισαγωγή μας στη μετάφραση της μπροσούρας «Πέρα από την Αντίσταση» της AF, 2013)

Ειδικά όμως στη σημερινή συνθήκη, όπου είναι πλέον ακόμη πιο δυσδιάκριτα και αντι­φατικά τα χαρακτηριστικά, τα προτάγματα και οι στοχεύσεις όσων δηλώνουν αναρχικοί/ές θεωρούμε ανέφικτη τη δημιουργία μιας τέτοιας οργάνωσης (με τα χαρακτη­ριστικά που περιγράψαμε). Ο καθένας και η καθεμιά θα οργανωθεί από κοινού με εγχει­ρήματα και συλλογικότητες με τις οποίες μοιράζεται αρχές, προτάγματα, στοχεύσεις και αντιλήψεις. Συνεχίζουμε να θεωρούμε ότι το όραμα για μια νέα κοινωνία είναι αυτό που μπορεί να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει την τάξη μας. Το κοινό πρόταγμα είναι αυτό που μπορεί να κάνει πραγματικά πολυεπίπεδο τον αγώνα μας και αυτό που μπορεί να το­ποθετεί ισότιμα και στο ίδιο κίνημα τον συνεργατικό καλλιεργητή με τον απαλλοτριωτή τραπεζών, την προπαγανδίστρια μέσω κειμένων με την προπαγανδίστρια μέσω της πα­ράνομης δράσης.

Καθώς η κρατική και καπιταλιστική αναδιάρθρωση συνεχίζει να εξαθλιώνει την τάξη μας, με μπροστάρισσα μια αριστερή, αυτή τη φορά, κυβέρνηση, το πρόταγμα της κοινω­νικής επανάστασης συνεχίζει να αποτελεί τη ρεαλιστικότερη επιλογή και κατεύθυνση. Από τη μεριά μας, προσπαθούμε να αντεπεξέλθουμε στην κινηματική άμπωτη, τον κατα­κερματισμό των αναρχικών ομάδων, την αδρανοποίηση συντρόφων/ισσών. Συνεχίζουμε να αναζητούμε τους τρόπους δράσης και τα πεδία αγώνα, συνεχίζουμε να αναζητούμε τους δρόμους που μπορούν να οδηγήσουν στην κοινωνική απελευθέρωση. Το αν οι προ­σπάθειές μας θα είναι επιτυχείς, σε οποιονδήποτε βαθμό, δεν το γνωρίζουμε. Αυτό για το οποίο είμαστε σίγουροι/ες είναι το ότι θέλουμε να συνεχίσουμε να το πράττουμε ως αναρχικοί/ες. Κλείνουμε το κείμενο αυτό με ένα απόσπασμα του Νταβίντε Τουρκάτο σχετικά με τις κινηματικές «νίκες» και «ήττες» των αναρχικών, μια και θεωρούμε ότι από τον Φλεβάρη του 2012 και μετά, καλούμαστε να διαχειριστούμε, μεταξύ άλλων, μια τέτοια κινηματική ήττα:

Θα ήθελα να ξεκινήσω με το γιατί πιστεύω ότι η ιστορία του αναρχισμού είναι σημαντική για την καθημερινή πάλη του καθενός. Η πιο θεμελιώδης αρχή της αναρχικής δράσης είναι η συνάφεια μέσων και σκοπών: μια αντιεξουσιαστική κοινωνία δεν μπορεί να επιτευχθεί με εξουσιαστικά μέσα. Δεν πρόκειται για μια μορφή ιδεολογικής καθαρότητας (purism), ούτε φοβόμαστε μη λερώσουμε τα χέρια μας. Αντίθετα, η αρχή αυτή βασίζεται σε πρακτικούς λόγους. Οι αναρχικοί γνώριζαν πάντα αυτό που οι κοινωνιολόγοι ανακάλυψαν πολύ αρ­γότερα: ότι τα μέσα τείνουν να γίνουν τα ίδια σκοπός. Η κατάκτηση λοιπόν της εξουσίας δεν μπορεί να αποτελεί βήμα προς την απελευθέρωση, επειδή η εξουσία γίνεται ανοπόφευκτα αυτοσκοπός. Κατά συνέπεια, η αρχή της συ­νάφειας μέσων και σκοπών είναι ο τρόπος με τον οποίο οι αναρχικοί εξα­σφαλίζουν ότι παραμένουν στο σωστό δρόμο για την απελευθέρωση.

Η αρχή αυτή αποτυπώνεται σ’ ολόκληρη την ιστορία του αναρχισμού. Στο όνομά της, οι αναρχικοί έχουν υποστεί πολλές ήττες. Ο Μαλατέστα έγραψε: «Αν έπρεπε να στήσω αγχόνες στις πλατείες για να νικήσω, θα προτιμούσα να ηττηθώ». Για τους αναρχικούς, η παραίτηση από τις αξίες είναι μεγαλύτερη αποτυχία από την ήττα. Η συνάφεια μέσων και σκοπών έχει προτεραιότητα έναντι της νίκης. Ωστόσο, ο Μαλατέστα, επίσης, έγραψε: «Αν σήμερα ηττηθή­καμε χωρίς συμβιβασμούς, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για την αυριανή νίκη». Η αδιαλλαξία των αναρχικών στο θέμα των αρχών είναι ο τρόπος τους να αποταμιεύουν στο μέλλον, όταν δεν είναι αρκετά ισχυροί για να κερδίσουν στο παρόν. Οι αναρχικοί δεν έχουν θέσει ποτέ σε κίνδυνο τις αρχές τους, ακόμα και εις βάρος της ήττας. Γι’ αυτό πιστεύω ότι οι ήττες τους ήταν ταυ­τόχρονα και οι νίκες τους. Έχουν συνειδητά αντιμετωπίσει τις ήττες, ώστε να μεταφέρουν ένα καθαρό ιδανικό στις μελλοντικές γενιές. Για το λόγο αυτό ο αναρχισμός εξακολουθεί να έχει απήχηση σε νεότερους ανθρώπους. Και αυτό είναι που μας δίνει ελπίδα για το μέλλον.

Ντ. Τουρκάτο, “Ο άγνωστος Μαλατέστα”, Ευτοπία, τ. 21 (2012)

1Καιροσκοπισμός ή οπορτουνισμός. Αρχικά, ονομάστηκε έτσι η πολιτική στάση που διαμορφώνεται με βάση τις συγκυρίες και όχι κάποιες αρχές ή ηθικές αξίες, στοχεύοντας στην επίτευξη μικροπολιτικών συμφερόντων ή ιδιοτελών σκοπών. Ο οπορτουνισμός μπορεί να αφορά ένα άτομο, μια πολιτική ομάδα (φράξια) ή κόμμα. Ως τρόπος ζωής, σημαίνει την προσπάθεια κάποιου να αξιοποιήσει τρέχουσες ευκαιρίες, για να αποκομίσει υλικά οφέλη και να επιτύχει τους στόχους του, αγνοώντας ηθικές αρχές και αξίες. (Α. Αδαμαντίδης, Λεξικό των -ισμών, εκδόσεις “Γνώση”, 2003)

3 σχόλια

  1. _______________
    Το σχόλιο αυτό κρύφτηκε, καθώς αναφέρεται σε περιστατικά τα οποία τα εμπλεκόμενα υποκείμενα δεν έχουν επιλέξει να τοποθετήσουν στη δημόσια σφαίρα.
    _______________

  2. Σύντροφοι / συντρόφισσες, μετά από όλο αυτό, θα είχε τεράστιο ενδιαφέρον να αναφέρατε γιατί δεν συμμετείχατε στην ΑΠΟ, μετά την αποχώρησή σας από την ΑΟ.

  3. Μπα.. επιτέλους! ένα πολιτικό κείμενο για τα τεκταινόμενα στο εσωτερικό του αναρχικού “κινήματος”. Μήπως αργήσατε λίγο σύντροφοι; μια λαϊκή παροιμία λέει: “ …το γοργόν και χάριν έχει…”, όμως μια άλλη λέει: “…όποιος βιάζεται σκοντάφτει…»

    Αμέσως μετά σκάφτομαι ότι και οι αρχαίοι ημών είχαν ασχοληθεί με το θέμα όπως ο Ισοκράτης, ο οποίος στον «Προς Δημόνικον» λόγο ενθέτει την προτροπή «βουλεύου μεν βραδέως, επιτέλει δε ταχέως τα δόξαντα» (να σκέφτεσαι αργά αλλά να εκτελείς γρήγορα τις αποφάσεις που θα πάρεις) και τον Αριστοτέλη, που λέει τα ίδια στα «Ηθικά Νικομάχεια», «Φασίν πράττειν μεν δειν ταχύ τα βουλευθέντα, βουλεύεσθαι δε βραδέως» (να σκέφτεσαι δηλαδή αργά, πολύ, εις βάθος, αλλά να κάνεις ταχύτατα πράξη όσα σκέφτηκες).

    Οπότε ουδεμία αντίφαση ανάμεσα στο ταχύ και το βραδύ. Το καθένα στον καιρό του και για την αποστολή με την οποία συναρτάται, έτσι κλείνω τη παράγραφο με άλλη μια λαϊκή παροιμία το «…κάλλιο αργά παρά ποτέ…».

    Υγ. Δεν περιμένω – βάσει της κατάστασης που είναι σήμερα ο αναρχικός χώρος- να αναπτυχθεί ένας εποικοδομητικός, διαλεκτικός διάλογος επί τη βάση της συμφωνίας ή διαφωνίας πάνω στο κείμενο που το βρίσκω λίγο άτολμο, αλλά πολιτικότατο, μεστό και διαυγές ως προς τα ζητήματα που θίγει.

    Επίσης είναι ένα κείμενο που σε αντίθεση με τις αδιαφανείς και εσωστρεφείς διαδικασίες που επικράτησαν όσο αφορά τα τεκταινόμενα της προσπάθειας οργάνωσης ενός μεγάλου τμήματος του αναρχικού χώρου, προωθεί την διαφάνεια, την εξωστρέφεια και την ενημέρωση – πληροφόρηση

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.