Όποιο κι αν είναι το ερώτημα, η απάντηση του κράτους είναι απλή: ένα νέο σώμα μπάτσων

Κλείνοντας το 3ο μήνα του 2ου lockdown, η εγγενής αδυναμία των κρατών να διαχειριστούν τη συνθήκη και τις επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19, γίνεται ολοένα και πιο φανερή. Η διαχείριση τους επικεντρώνεται αποκλειστικά γύρω από την ελαχιστοποίηση του οικονομικού κόστους, δηλαδή την κατά το δυνατόν μικρότερη συρρίκνωση της καπιταλιστικής αγοράς και παραγωγικότητας, και του πολιτικού κόστους, δηλαδή τη διατήρηση της κοινωνικής συναίνεσης μέσα από την εξασφάλιση της λειτουργίας των κρατικών συστημάτων υγείας. Αυτός ο στόχος επιχειρείται να επιτευχθεί μέσα από την καταστολή και τη φίμωση όσων τμημάτων της κοινωνίας διανοηθούν να αμφισβητήσουν ή/και να αντισταθούν στις κρατικές επιταγές. Όλα τα ζητήματα που έχουν προκύψει για το ελληνικό κράτος τους τελευταίους μήνες (μεταναστευτικό, ελληνοτουρκικά, COVID-19) παρουσιάζονται από την κρατική προπαγάνδα ως πολεμικά συμβάντα, ως εξωτερικές εισβολές, οπότε οι απαντήσεις έρχονται μέσω του στρατού και της στρατιωτικοποίησης της αστυνομίας. Αποκαλύπτεται πιο καθαρά από ποτέ ο πυρήνας του κράτους και η μιλιταριστική του δομή, η οποία, ως απάντηση για κάθε ζήτημα που προκύπτει, έχει να παράσχει στους υπηκόους του μόνο τρόμο, προπαγάνδα, καταπίεση και στρατιωτικοποιημένη καταστολή. Η αστική δημοκρατία αποδεικνύει για μια ακόμη φορά ότι μπορεί να επανεφευρίσκει διαρκώς τον εαυτό της, ερμηνεύοντας και μεταβάλλοντας κατά το δοκούν τα όρια του νομικού της πλαισίου και της εφαρμογής τους. Προσπαθεί να περιχαρακώσει την έννοια της ελευθερίας μέσα στην κρατικά ορισμένη κανονικότητα. Δεν χρειάζεται να εξελιχθεί σε φασισμό ή μια χούντα για να υπερασπιστεί τα συμφέροντα του κράτους και του κεφαλαίου, τα καταφέρνει πολύ καλά και μόνη της.

Το καθεστώς επιτήρησης των αρχών του φθινοπώρου έδωσε το Νοέμβριο τη θέση του στο νέο, σαφώς αναβαθμισμένο σε επίπεδο καταστολής και σαφώς υποβαθμισμένο σε επίπεδο κοινωνικής νομιμοποίησης, καθεστώς απαγόρευσης. Έκτοτε, οποιαδήποτε πολιτική κίνηση πραγματοποιήθηκε, βρέθηκε αντιμέτωπη με την αστυνομική καταστολή. Την Πέμπτη 12 Νοέμβρη, με γνωστή την πρόθεση της πρυτανείας του ΕΜΠ για lock-out των πανεπιστημιακών χώρων, φοιτητές/ριες από σχήματα και στέκια των σχολών της Αθήνας, κατέλαβαν την πρυτανεία του ΕΜΠ, ενώ παράλληλα ο χώρος του κάτω Πολυτεχνείου στην Πατησίων ανοίχτηκε με σκοπό να πλαισιωθούν οι εκδηλώσεις του τριημέρου. Την επόμενη μέρα, οι δύο αυτές κινήσεις κατεστάλησαν με θεαματικό τρόπο από τους μπάτσους και συνελήφθησαν 92 άτομα, με σκοπό από τη μια την τρομοκράτηση όσων σκόπευαν εκείνες τις ημέρες να κατέβουν στους δρόμους και από την άλλη την εμπέδωση του μηνύματος της επιβολής του νόμου και της τάξης. Οι εξαγγελίες του κράτους για απαγόρευση των εκδηλώσεων του Πολυτεχνείου ολοκληρώθηκαν με τον αρχηγό της αστυνομίας να απαγορεύει όλες τις συγκεντρώσεις άνω των τεσσάρων ατόμων και την κατάληψη των δρόμων σε όλη την επικράτεια από πάνοπλους μπάτσους όλων των ειδών και αποχρώσεων. Παρ’ όλα αυτά, εκείνες τις ημέρες, σε πείσμα του κλίματος τρόμου και αστυνομοκρατίας, πολλές και πολλοί ήταν αυτοί που επέλεξαν να κατέβουν στο δρόμο σπάζοντας έμπρακτα το καθεστώς απαγόρευσης (κυκλοφορίας, συναθροίσεων, διαδηλώσεων), εκθέτοντας τα κατασταλτικά πλάνα του κράτους και αναγκάζοντας τον Χρυσοχοΐδη σε κυβιστήσεις και νοητικές ακροβασίες προκειμένου να σώσει το γόητρο του υπουργείου του. Το ίδιο μοτίβο ακολουθήθηκε προκειμένου να αποφευχθούν οι πορείες της 6ης Δεκέμβρη, με εκατοντάδες προσαγωγές και συλλήψεις σε διάφορα σημεία, σχετικά και άσχετα με τα σημεία συγκέντρωσης. Το πλάνο αυτό στέφθηκε και πάλι από μεγαλειώδη αποτυχία. Και στις 2 ημερομηνίες, εκτός των συγκεντρώσεων και πορειών στο κέντρο της Αθήνας και πολλών πόλεων, πραγματοποιήθηκαν πολλές ακόμα σε γειτονιές. Κινήσεις οι οποίες διέχυσαν τον ριζοσπαστικό λόγο, αποπροσανατόλισαν τις κατασταλτικές δυνάμεις και συνέβαλαν στο σπάσιμο των απαγορεύσεων.

Στις 6 Δεκέμβρη συνελήφθη και ο σύντροφος Ερόλ, ο οποίος αρχικά κρατήθηκε στην Πέτρου Ράλλη και την Αμυγδαλέζα, ενώ έπειτα  απελάθηκε στην Γαλλία. Η τιμωρητική του δίωξη βασίζεται πάνω στις πολιτικές του επιλογές και δράση, όπως φαίνεται ξεκάθαρα και από την παράτυπη διαδικασία που ακολουθήθηκε κατά παραγγελία της ΓΑΔΑ για να απελαθεί.

Η περίοδος αυτή  είναι πρωτόγνωρη, καθώς η καταστολή επεκτείνεται σε μεγάλα κοινωνικά τμήματα που απλώς διαφωνούν με την κρατική διαχείριση, ενώ  τα όρια του τι επιτρέπει το κράτος να κάνεις και τι όχι θολώνουν διαρκώς. Η πίεση αυξάνεται συνεχώς και κάθε συνδικαλιστική και πολιτική δράση είναι παρανομοποιημένη και μπορεί να οδηγήσει σε συλλήψεις, πρόστιμα, διώξεις κλπ. Επιχειρείται με αυτόν τον τρόπο μια μεγάλης κλίμακας φίμωση κάθε φωνής που διαφωνεί με την συγκεκριμένη διαχείριση, είτε αυτή αφορά τις πιο άμεσες διεκδικήσεις υγειονομικών, ένα άνοιγμα πανό φεμινιστικού λόγου στο σύνταγμα, είτε αφορά διαδηλώσεις φοιτητικών συλλόγων, σωματείων, ακόμα και κοινοβουλευτικών πολιτικών κομμάτων. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η ακόμη πιο πρόσφατη απαγόρευση συναθροίσεων άνω των 100 ατόμων. Ακόμα και οι κοινωνικές συναναστροφές που δεν εμπίπτουν άμεσα στην οικονομική σφαίρα, όπως οι βόλτες σε πλατείες και ανοιχτούς δημόσιους χώρους, δέχονται καταστολή και  κηρύσσονται υγειονομικός κίνδυνος (ο οποίος προφανώς δεν υπάρχει στους εργασιακούς χώρους, τα γεμάτα ΜΜΜ, τις εκκλησίες). Το κράτος επιχειρεί να τρομοκρατήσει οποιαδήποτε τολμήσει να σηκώσει κεφάλι, με στόχο την αποστείρωση των δημόσιων χώρων και την εφαρμογή πολιτικών για την επόμενη της πανδημίας μέρα (πολιτικών που υπήρχαν στην κρατική ατζέντα και στο πλαίσιο των απαγορεύσεων βρίσκουν στρωμένο το χαλί για να προωθηθούν).

Το επικοινωνιακό προφίλ της κυβέρνησης προς το παρόν δεν έχει πάρει το χαρακτήρα της γενικευμένα βίαιης (με φυσικούς όρους) πειθάρχησης, η οποία θα είχε δυσανάλογο πολιτικό κόστος. Η νέα εικόνα που προσπαθεί να περάσει το κράτος για την αστυνομία είναι η αποτελεσματική, επιτελική της εκδοχή, που δεν βιαιοπραγεί «αχρείαστα». Μια εικόνα απόλυτου ελέγχου με τεράστιες και διαρκώς αυξανόμενες αστυνομικές δυνάμεις να επιβάλουν το δόγμα της τάξης και της ασφάλειας. Οι εκατοντάδες  προσαγωγές και συλλήψεις, οι  νέες απαγορεύσεις και τα υπέρογκα διοικητικά πρόστιμα, αποτελούν ένα ακόμη μέτρο καταστολής και εκπειθάρχησης. Στοχεύουν στον οικονομικό εκβιασμό και την εξόντωση των αγωνιζόμενων ανθρώπων της τάξης μας. Προφανώς ο “υπερβάλλων ζήλος” και η βία της αστυνομίας  δεν λείπουν, άλλα γίνονται  πιο υπόγεια  και με περιορισμένη προβολή. Για να επιτευχθεί αυτή η δυστοπία του ολοκληρωτικού ελέγχου, το κράτος προωθεί αστυνομικές δυνάμεις σε κάθε πεδίο που θεωρεί προβληματικό  (π.χ. πανεπιστήμια, ΜΜΜ). Σε αυτό το πλαίσιο καιρό τώρα κατατίθεται νομοσχέδιο για την ίδρυση πανεπιστημιακής αστυνομίας, της οποίας ο ρόλος θα είναι να καταστέλλει τις αγωνιζόμενες που δραστηριοποιούνται  σε αυτούς τους χώρους,  καθώς και κάθε κινηματική διαδικασία που λαμβάνει χώρα εντός τους. Είναι φανερό πως το κράτος θέλει να ξεμπερδεύει με τα πανεπιστήμια, καθώς αυτά έχουν αποτελέσει πολλές φορές εφαλτήρια αγώνα και συνδέονται άμεσα με τα μεγαλύτερα εξεγερσιακά γεγονότα  των τελευταίων δεκαετιών.

Το καθεστώς εξαίρεσης που εγκαθιδρύεται με πρόσχημα την πανδημία έρχεται να θέσει τις βάσεις της διαχείρισης από το κράτος και τα αφεντικά της επιταχυνόμενης συστημικής κρίσης. Απέναντι στο ενδεχόμενο κοινωνικών αναταραχών, το καθεστώς θωρακίζεται θεσμικά, υλικά και ιδεολογικά, ποινικοποιώντας την απεργιακή δράση, αναδιαρθρώνοντας τις εργασιακές σχέσεις, αναβαθμίζοντας τον εξοπλισμό του στρατού και της αστυνομίας, καταστέλλοντας τις καταλήψεις (και στερώντας με αυτόν τον τρόπο το κίνημα από βασικές υποδομές συνεύρεσης, ζύμωσης, διάχυσης λόγου και δράσης) και επιχειρώντας να κανονικοποιήσει τον καθημερινό αστυνομικό έλεγχο των γειτονιών μας. Η θέσμιση της υποχρεωτικής λήψης άδειας από την αστυνομία για διεξαγωγή διαδηλώσεων, στοχεύει στη διαμεσολάβηση και, αν αυτή δεν καταστεί εφικτή, την παρανομοποίηση και καταστολή κάθε αγώνα. Το κράτος απαιτεί να εγκρίνει ή να απορρίπτει τους τρόπους τους οποίους θα επιλέξουμε για να αγωνιστούμε εναντίον του. Επιπλέον, η ολοένα και μεγαλύτερη εμπλοκή του στρατού δεν είναι καθόλου τυχαία, αφού επιχειρείται να νομιμοποιηθεί περαιτέρω κοινωνικά ως μηχανισμός (αποκρύπτοντας την δολοφονική του δράση), να προβληθεί ως παραγωγός κοινωνικά χρήσιμου έργου και να φυσικοποιηθεί η παρουσία του στο δημόσιο πεδίο. Παράλληλα, ενισχύεται η εθνικιστική προπαγάνδα και ο ατομικισμός ως κυρίαρχη αφήγηση μέσα από το ιδεολόγημα της «ατομικής ευθύνης», για να αποποιηθεί το κράτος το βάρος των δικών του ευθυνών.

Ο ταξικός πόλεμος δεν σταμάτησε δια μαγείας, ούτε θα μπορούσε να υπάρξει ανακωχή όσο υφίστανται κράτος και κεφάλαιο. Η συνεχής κατασταλτική επίθεση και θωράκιση των μηχανισμών του κράτους δεν αφήνει άλλη διέξοδο στην τάξη μας, την τάξη των εκμεταλλευόμενων και καταπιεζόμενων, από το να περάσει άμεσα στην αντεπίθεση. Η διαχείριση αυτή, που εξόφθαλμα επιχειρεί να  εγκαθιδρύσει μια εφιαλτική πραγματικότητα, μας γεμίζει οργή. Επιλέγοντας τα μέσα αυτοπροστασίας που συλλογικά κρίνουμε κατάλληλα, σπάμε τις κρατικές απαγορεύσεις και δομούμε ακηδεμόνευτους κοινωνικούς/ταξικούς αγώνες, που βάζουν στο στόχαστρο το κράτος, το κεφάλαιο και τις εξουσιαστικές κι εκμεταλλευτικές κοινωνικές σχέσεις που (ανα)παράγουν. Όσους νόμους κι αν ψηφίσουν, όσους μπάτσους κι αν προσλάβουν, οι αδιαμεσολάβητοι αγώνες, οι αγώνες που δημιουργούν τριγμούς στο καθεστώς εκμετάλλευσης και καταπίεσης, αναχώματα ενάντια στις επιθέσεις του κράτους και εμπνέονται από τα ιδανικά της ελευθερίας, της ισότητας, της συντροφικότητας και της αλληλεγγύης δεν θα μπουν σε καραντίνα, δεν θα σταματήσουν.

Η ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΚΟΡΩΝΟΪΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΡΟΘΑΛΑΜΟΣ ΤΟΥ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟΥ

ΚΑΜΙΑ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ ΣΤΟΝ ΠΑΝΟΠΤΙΚΟ ΕΛΕΓΧΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΖΩΩΝ ΜΑΣ

ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΚΡΑΤΙΚΗ/ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.