Κάτι παραπάνω από έναν χρόνο μετά την εφαρμογή των πρώτων «υγειονομικών» μέτρων για την διαχείριση της του νέου επεισοδίου της κρίσης που ξέσπασε μαζί με την πανδημία COVID-19, το υπουργείο παιδείας (και θρησκευμάτων, βεβαίως…) δεν άφησε την ευκαιρία ανεκμετάλλευτη και κατάφερε να αναδειχθεί σε υπόδειγμα αντικοινωνικής πολιτικής. Η συνολική υποβάθμιση της παρεχόμενης κρατικής εκπαίδευσης μέσω της τηλεκπαίδευσης και η οικονομική αφαίμαξη που έχουν υποστεί οι οικογένειες φοιτη(τρ)ιών που σπουδάζουν σε άλλες πόλεις σκιαγραφούν τη δυσμενή συνθήκη στην οποία καλούνται να ανταπεξέλθουν. Η εξασφάλιση μέσων και προϋποθέσεων για τη διεξαγωγή της τηλεκπαίδευσης/τηλεεργασίας βαραίνει αποκλειστικά τους/τις εμπλεκόμενους/ες χωρίς καμία οικονομική ή τεχνική υποστήριξη από το κράτος που την επιβάλλει. Αυτές οι συνθήκες, τις οποίες καλούνται να αντιμετωπίσουν για δεύτερη συνεχή χρονιά φοιτητές και εργαζόμενες στα πανεπιστήμια, προστίθενται στις προϋπάρχουσες ελλείψεις σε υποδομές και προσωπικό.
Τα πανεπιστήμια είναι ένας θεσμός επιφορτισμένος διαχρονικά με την ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας. Στο γενικότερο πλαίσιο της κρατικής-καπιταλιeστικής αναδιάρθρωσης, τα πανεπιστήμια θα αποτελέσουν ξανά αιχμή της ανάπτυξης, τόσο μέσω της χρηματοδοτούμενης και κατευθυνόμενης από επιχειρήσεις έρευνας στους τομείς που τις ενδιαφέρουν να αναπτύξουν όσο και μέσω της παραγωγής υπερεξειδικευμένων, συνεχώς εκπαιδευόμενων, πειθήνιων κι ευέλικτων εργαζόμενων, ενός επιστημονικού προλεταριάτου αναγκαίου για τη στελέχωση αυτών των επιχειρήσεων. Η επιλογή της κυβέρνησης να περάσει, εν μέσω του πλέγματος απαγορεύσεων που έχει επιβάλει εδώ και μήνες, το νόμο για την καταστολή στο εσωτερικό των πανεπιστημίων εξυπηρετεί αυτή νεοφιλελεύθερη στόχευση για τα πανεπιστήμια: να στηρίξουν τις ή να μετατραπούν τα ίδια σε κερδοφόρες επιχειρήσεις. Στην ίδια αναπτυξιακή κατεύθυνση εξάλλου κινούταν και o συριζαίικος νόμος Γαβρόγλου, με την επιβολή διδάκτρων σε μεταπτυχιακά και την ίδρυση ξενόγλωσσων τμημάτων επί πληρωμή φοίτησης.
Σε αυτό το πλαίσιο, το κράτος επιχειρεί εδώ και χρόνια να αναδιαρθρώσει τα πανεπιστήμια, να απονευρώσει και να ενσωματώσει κάθε φωνή και δράση αντίστασης στο εσωτερικό τους. Εκεί ακριβώς αποσκοπεί και η παρουσία της αστυνομίας εντός τους. Ο νέος νόμος για τα πανεπιστήμια στοχεύει στην εγκληματοποίηση της δράσης φοιτητ(ρι)ών και εργαζομένων που μπορούν να φρενάρουν αυτά τα αναπτυξιακά πλάνα του κράτους και του κεφαλαίου μέσω πολιτικών και συνδικαλιστικών κινητοποιήσεων εντός των πανεπιστημιακών χώρων. Επιπλέον, εντείνει τον ταξικό αποκλεισμό από την εκπαίδευση, θεσπίζοντας τη μείωση εισακτέων (έχοντας ήδη φροντίσει να μειώσει το προσωπικό των σχολών) μέσω του ορισμού ελάχιστης βάσης εισαγωγής και αλλαγών στο μηχανογραφικό και καθορίζοντας χρονικά όρια φοίτησης. Επιβάλλει πειθαρχικές ποινές (μέχρι διαγραφής) σε όσους/ες δεν συμμορφώνονται με τους «νόμους» του πανεπιστημίου και παρεμποδίζουν την εύρυθμη λειτουργία του. Στο όνομα της νεοφιλελεύθερης «ελευθερίας» και ασφάλειας των πανεπιστημίων επιχειρείται η μόνιμη επιτήρηση φοιτητ(ρι)ών κι εργαζόμενων και η διαρκής δυνατότητα παρέμβασης των μπάτσων. Οι χώροι των πανεπιστημίων παραδίδονται στα σώματα ασφαλείας του κράτους και η καταστολή γίνεται προϋπόθεση για την «ελευθερία».
Στο ίδιο κατασταλτικό-αναπτυξιακό πλαίσιο εντάσσεται και η εκ νέου ανάδειξη του «προβλήματος των αιώνιων φοιτητών» ως υπαίτιων για μία ακόμη «δυσλειτουργία» των ιδρυμάτων. Στοχοποιούνται είτε λόγω της αδυναμίας τους να ανταπεξέλθουν οικονομικά στις σπουδές τους, είτε για τις μη παραγωγικές προσωπικές τους επιλογές όσον αφορά τις σπουδές και τη ζωή τους, με βάση το ελιτίστικο ιδεολόγημα περί «αριστείας».
Η επιχειρούμενη αποστείρωση των πανεπιστημίων ακριβώς την περίοδο που αυτά είναι κλειστά ξεσήκωσε τις αντιδράσεις ενός μεγάλου αριθμού φοιτητ(ρι)ών κι εργαζόμενων σε αυτά, οι οποίοι/ες, μέσα από συλλογικές διαδικασίες, ψάχνουν να βρουν κοινά εδάφη και μέσα αγώνα μετά από πολλά χρόνια κινηματικής νηνεμίας. Το νέο νομοσχέδιο βρίσκει όμως αντίθετους και αρκετούς από τους καθηγητές, καθώς καταργεί de facto το αυτοδιοίκητο (η μη κατάργηση του οποίου αποτελεί διαχρονικό συντεχνιακό διακύβευμα). και αναδιαρθρώνει τη διοίκηση και τη λειτουργία του, παραχωρώντας πλειάδα αποφάσεων στο επιτελικό-συγκεντρωτικό κράτος. Φυσικά, αυτή η συγκυριακή σύμπτωση των ειδικών συμφερόντων δεν αναιρεί επ’ ουδενί τις πολυεπίπεδες ταξικές και πολιτικές συγκρούσεις που υπάρχουν στο εσωτερικό της λεγόμενης πανεπιστημιακής κοινότητας.
Το πανεπιστήμιο αποτελεί καθοριστικό σημείο στη ζωή χιλιάδων ανθρώπων που εκεί συλλογικοποιούνται, πολιτικοποιούνται και ξεκινούν να αγωνίζονται. Διεκδικητικοί αγώνες κι εξεγέρσεις ξεκινούν από τα πανεπιστήμια, το έδαφος των οποίων αποτελεί σημείο συσπείρωσης, αντιπληροφόρησης και κέντρο αγώνων. Τα ΜΜΕ κοπιάζουν εδώ και χρόνια να παρουσιάσουν τους/τις αναρχικούς/ές ως ένα ξένο σώμα που καταχράται την «εκτός νόμου συνθήκη» των πανεπιστημιακών χώρων. Με τον ίδιο τρόπο προσπαθούν να μας παρουσιάσουν και το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ, κόμματα που αντιμετωπίζουν το πανεπιστήμιο ως έδαφος καλλιέργειας κομματικών στελεχών και συλλογής ψηφοφόρων. Επιδιώκουν διαχρονικά το καπέλωμα των φοιτητικών αγώνων και, μέσω της πυροσβεστικής τους δράσης, τη μετάφρασή τους σε κομματικές ψήφους (με το κλασικό και χιλιοπαιγμένο παραμύθι «μέχρι εδώ που φτάσαμε είναι μια μεγάλη πολιτική νίκη. Πάμε σπίτια μας τώρα και μην ξεχάσετε να μας ψηφίσετε»). Εκτός από τη φοίτησή μας σε αυτά, αναρχικοί σύντροφοι και συντρόφισσες, φοιτητ(ρι)ές και μη, χρησιμοποιούμε τα πανεπιστήμια ως χώρους συνελεύσεων και πολιτικών εκδηλώσεων, ως εδάφη αγώνα, ως πραγματικά δημόσιους χώρους.
Δεν μας ενδιαφέρουν τα επιχειρηματικά συμφέροντα των πανεπιστημίων, ούτε αυτά των επίδοξων μάνατζέρ τους. Μας ενδιαφέρουν τα συμφέροντα της τάξης μας εντός τους, και γι’ αυτά θα βρίσκουμε τρόπους να αγωνιζόμαστε. Στηρίζουμε και συμμετέχουμε στους συνδικαλιστικούς αγώνες των φοιτη(τρ)ιών και των εργαζομένων στα πανεπιστήμια, στις διεκδικήσεις για ποιοτικότερη στέγαση, καθολική σίτιση, δωρεάν συγγράμματα, ελεύθερη πρόσβαση με ΜΜΜ, στην ανάδειξη και την αποτροπή παρενοχλητικών συμπεριφορών και των καθηγητικών και εργοδοτικών αυθαιρεσιών.
Γνωρίζουμε ότι το κρατικό-καπιταλιστικό εκπαιδευτικό σύστημα θα συνεχίσει να συμβάλλει στην αναπαραγωγή και την όξυνση της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης. Θεωρούμε λοιπόν ότι κάθε αγώνας για τη βελτίωση των συνθηκών εκπαίδευσης αποκτά πραγματικό νόημα όταν εντάσσεται σε μια συνολική επαναστατική προοπτική για την κοινωνική απελευθέρωση. Όταν έχει ως προοπτική την παιδεία εκείνη που θα συμβάλει στην ολόπλευρη ανάπτυξη ελεύθερων ανθρώπων, την ανάπτυξη όλων των κλίσεων, των ικανοτήτων και των θέλω τους. Όταν συνδέεται με το όραμα της δημιουργίας ενός κόσμου όπου η παιδεία, όπως και κάθε άλλο κοινωνικό αγαθό, θα είναι ελεύθερο για όλους. Ενός κόσμου ελευθερίας, ισότητας και αλληλεγγύης.