Η λήξη της δίκης της χρυσής αυγής και η ανακοίνωση της απόφασης στις 7 Οκτώβρη είναι μια καλή αφορμή να εξετάσουμε ξανά* τη θέση μας σε σχέση με την αστική δικαιοσύνη, το κράτος και το τι σημαίνει για εμάς το σύνθημα/αίτημα «να μπουν οι ναζί στη φυλακή». Η δίκη αυτή βασίστηκε σε μια τεράστια δικογραφία που αφορά, μεταξύ άλλων, δολοφονικές επιθέσεις σε μετανάστες/ριες, αντιφασίστες/ριες, αναρχικούς/ες, συνδικαλιστές/ριες και φυσικά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα στις 18 Σεπτεμβρίου 2013, η οποία ήταν και το σημείο στο οποίο η ΝΔ αναγκάστηκε να κινήσει διώξεις εναντίον κεντρικών και μη στελεχών του κόμματος, ως εγκληματική οργάνωση.
Το αστικό έθνος-κράτος και ο καπιταλισμός συναποτελούν ένα σύστημα βασισμένο στην πολιτική και οικονομική κυριαρχία μίας τάξης πάνω στην άλλη. Οι ιδεολογικοί πυλώνες του φασισμού (ο εθνικισμός, η ιεραρχική δομή, η πατριαρχία, ο μιλιταρισμός, ο ανταγωνισμός, ο καλλιεργούμενος ανορθολογισμός) βρίσκονται στον πυρήνα της κρατικής ιδεολογίας και του καπιταλισμού. Η χρυσή αυγή είναι ένα φασιστικό κόμμα, δηλαδή ένα κόμμα που συμπύκνωνε στην ατζέντα του τα παραπάνω χαρακτηριστικά και τα εξέφραζε ανοιχτά ως προτάγματα. Ένα κόμμα που συμμετείχε στο κοινοβούλιο του ελληνικού έθνους-κράτους· και δεν ήταν ούτε το πρώτο, ούτε το τελευταίο με αυτά τα προτάγματα.
Η χρυσή αυγή προωθούσε την εικόνα ότι η δύναμή της πήγαζε από τον έλεγχο που επιχειρούσε να ασκήσει στους δρόμους, από την τρομοκράτηση μεταναστ(ρι)ών, εργατ(ρι)ών, αντιφασιστ(ρι)ών. Ταυτόχρονα, όμως, μέλη της είχαν διασυνδέσεις με το επίσημο κράτος σε διάφορα επίπεδα, ενώ βρισκόταν σε απροκάλυπτη και διαρκή συνεννόηση με την αστυνομία, σε μια αμοιβαία επωφελή συνεργασία για τον έλεγχο των γειτονιών. Η χρυσή αυγή, στην περίοδο της ακμής της, αντανάκλασε και εξέφρασε (ομολογουμένως με περισσότερη ματσίλα και χονδροειδέστερο τρόπο) τη στροφή του ελληνικού κράτους σε ανοιχτά ρατσιστικές πολιτικές, επιχειρώντας (και πετυχαίνοντας σε ορισμένο βαθμό) τη συστράτευση τμημάτων της κοινωνίας, ενδυναμώνοντας έναν εθνικιστικό πόλο που διαμορφωνόταν παράλληλα με την κινηματική ανάπτυξη της περιόδου 2008-2012 και την άμπωτη που ακολούθησε. Η ανοχή και η κάλυψη που της παρείχε μέχρι κάποια χρονική στιγμή η αστυνομία είναι ενδεικτική του ρόλου της ως κρατικό ενεργούμενο, ενώ είχε και τη στήριξη κομματιών του ντόπιου κεφαλαίου. Όταν όμως η δράση της άρχισε να λειτουργεί αποσταθεροποιητικά για την κοινοβουλευτική ομαλότητα, μαζεύτηκε από τη ΝΔ, την ηγεμονεύουσα δύναμη της δεξιάς μεταπολιτευτικά, και το κράτος παρουσιάστηκε ως εγγυητής της κοινωνικής ειρήνης. Με λίγα λόγια, η δίκη της ΧΑ εμφανίστηκε ως νίκη του συνταγματικού τόξου. Μια νίκη της δημοκρατίας, η οποία επιπλέον ενίσχυσε το κύρος των “κεντρώων” κι έδωσε το μήνυμα ότι μπορεί να καταστείλει οτιδήποτε τεθεί εμπόδιο στα σχέδιά της.
Ταυτόχρονα, και παράλληλα με αυτή τη νίκη, το πολιτικό πλάνο της ΧΑ, το εφάρμοζε και συνεχίζει να το κάνει το κράτος (με δεξιά και αριστερή διαχείριση), η αστυνομία του και ο στρατός του, μαζί με τα κάθε λογής αφεντικά, στο πλαίσιο της εύνομης λειτουργίας του πολιτεύματος, πλέον χωρίς «ακραίες φωνές» ή «αντιδημοκρατικές εκτροπές» στο εσωτερικό του. Χτίζονταν νέα στρατόπεδα συγκέντρωσης και ο φράχτης του Έβρου, προετοιμαζόταν η στρατιωτική διαχείριση και η δολοφονική πολιτική εναντίον των μεταναστ(ρι)ών, συνεχιζόταν με νέα ένταση η επίθεση στους/ες καταπιεσμένους/ες κι εκμεταλλευόμενους/ες με ένα ακόμη μνημόνιο. Τα βασανιστήρια στα Α.Τ., οι δολοφονίες μεταναστ(ρι)ων στο Αιγαίο και τον Έβρο, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ο αστυνομικός έλεγχος των γειτονιών, οι επιθέσεις στις δομές του κινήματος, η βία των αφεντικών, η τρομοκράτηση των μειονοτήτων στους δρόμους, οι προσπάθειες ολοκληρωτικού ελέγχου της κοινωνικής ζωής συνεχίζονται και θα συνεχιστούν είτε μπουν οι χρυσαυγίτες στη φυλακή είτε όχι. Κι αυτό γιατί οι επίσημοι θεσμοί του κράτους μπορούν να εφαρμόζουν με πολύ μεγαλύτερη συναίνεση, πολύ μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και σε πολύ μεγαλύτερο εύρος αυτά για τα οποία κατηγορούν τους χρυσαυγίτες.
Υπάρχει αδιαμφισβήτητα μια αντιφασιστική κοινωνική δυναμική που στέκεται κοντά στα θύματα των χρυσαυγιτών και επενδύει σε μια καταδικαστική απόφαση ως μια μερική νίκη. Ωστόσο, αν ενδιαφερόμαστε πραγματικά να εξοστρακιστεί ο φασισμός από την κοινωνία, το να περιμένουμε να συμβάλει το κράτος με οποιονδήποτε τρόπο σε αυτό είναι μια πραγματικά πολύ κακή ιδέα. Φασιστικές οργανώσεις υπήρχαν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν, είτε στο προσκήνιο είτε στο παρασκήνιο, ανάλογα με τα συγκυριακά συμφέροντα των κυριάρχων. Η προσδοκία να «λειτουργήσει σωστά» η αστική δικαιοσύνη ώστε να καταδικαστούν οι χρυσαυγίτες νομιμοποιεί κοινωνικά το ξέπλυμα που επιχειρεί η αστική δημοκρατία για τον εαυτό της. Είναι μια προσδοκία διαμεσολαβημένη από τις αφηγήσεις αριστερών οργανώσεων, πολιτευτών και δικηγόρων που επιχειρούν να στήσουν τις καριέρες τους μέσα από τη δίκη των νεοναζί, θέλοντας να παρουσιάσουν τις πολιτικές τους σκοπιμότητες ως απαραίτητο συστατικό του αγώνα ενάντια στο φασισμό. Η υποτιθέμενη θεσμική αντιμετώπιση του φασισμού συσκοτίζει τη φύση τόσο του φασισμού όσο και των θεσμών. Αποσυνδέει τον φασισμό από την κρατική του ρίζα και ουδετεροποιεί τους κρατικούς θεσμούς, καθιστώντας τους αποδεκτούς ως περιφρουρητές της κοινωνικής ειρήνης. Επιπλέον, επιχειρεί να περιχαρακώσει σε αστικοδημοκρατικές οδούς τα αντιφασιστικά αντανακλαστικά τμήματος της κοινωνίας. Ειδικά σε μια πολιτική δίκη, κάθε απόφαση ενδυναμώνει και επιβεβαιώνει την μονοπωλιακή ισχύ του κράτους ως ρυθμιστή των κοινωνικών σχέσεων.
Το «οι ναζί στη φυλακή» είναι ένα σύνθημα ξένο και εχθρικό για την πολιτική μας θεώρηση. Για τις αναρχικές και τους αναρχικούς, ο εγκλεισμός είναι ένα αντικοινωνικό, εκδικητικό μέτρο και δεν δεχόμαστε το βασανιστήριο της στέρησης της ελευθερίας ούτε ως μέτρο σωφρονισμού (όπως προπαγανδίζει το κράτος) ούτε ως αποτελεσματική λύση απέναντι στη φασιστική βία, και αναρωτιόμαστε πραγματικά τι όφελος μπορεί να προκύψει για την τάξη μας αλλά και την κοινωνία γενικότερα από τη φυλάκιση των συγκεκριμένων ναζί. Ο φασισμός ως κρατικίστικη τάση, ως κοινωνικό κίνημα και ως οργανωμένη πολιτική δύναμη αντιμετωπίζεται μόνο αν μπαίνει στο στόχαστρο μαζί με το σύστημα που τον γεννά και τον θρέφει.
Ο φασισμός δεν μπορεί να ηττηθεί μέσα στον καπιταλισμό· αποτελεί διαχρονικό στήριγμα του καπιταλισμού. Δεν μπορεί να ηττηθεί ούτε μέσα από τον κρατισμό· ο κρατισμός είναι ο γεννήτοράς του. Συνεπώς ο αντιφασισμός για εμάς είναι αναπόσπαστο τμήμα του αγώνα ενάντια σε κράτος και κεφάλαιο, ως δομές και ως κοινωνικές σχέσεις. Γι’ αυτό προτάσσουμε την κοινωνική/ταξική αντιφασιστική δράση και δεν συμμετέχουμε σε κανενός είδους πολιτικά αντιφασιστικά μέτωπα με κρατιστές ή καπιταλιστές, αριστερούς ή δεξιούς, ώστε να μη φτάσουμε στο σημείο να πολεμάμε τον φασισμό προς ενίσχυση της αστικής δημοκρατίας. Θεωρούμε ότι οι απαντήσεις μας στη φασιστική βία θα πρέπει να είναι αντικείμενο συλλογικής επεξεργασίας από τους ίδιους τους καταπιεζόμενους κι εκμεταλλευόμενους ανθρώπους, δηλαδή χωρίς κομματικές και θεσμικές διαμεσολαβήσεις. Η αντιβία των καταπιεζόμενων απέναντι στους φασίστες δεν αποτελεί για εμάς κάποιου είδους ρεβανσισμό, είναι έκφραση της συλλογικής αυτοάμυνας και αυτοπροστασίας της τάξης μας. Προκύπτει από τη συλλογική της ευφυΐα, διαπνέεται από τις αξίες της ελευθερίας, της ισότητας και της αλληλεγγύης και αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του αγώνα για κοινωνική απελευθέρωση. Η στροφή των καταπιεσμένων κι εκμεταλλευόμενων στην αγκαλιά του κράτους για να λύσει τα προβλήματα που το ίδιο δημιουργεί και αναπαράγει, μας καταδικάζει στην αιώνια επανάληψη της ιστορίας.
* “Τσάκισμα του φασισμού σημαίνει τσάκισμα του κράτους και του κεφαλαίου”, Οκτώβρης 2013
3 σκέψεις για “Γιατί δεν μας ενδιαφέρει το αποτέλεσμα της δίκης της Χρυσής Αυγής”
Μ φαίνεται Θα καταντήσετε σαν τους Συσπειρωσαίους που στο Μελιγαλά αποκαλούν τους χίτες κ ταγματασφαλίτες ως ‘θύματα των κομμουνιστών δολοφόνων’
Αντιπαρερχόμενοι/ες τις καφενειακού τύπου αναφορές σε συλλογικότητες, ευχαριστούμε για την επισήμανση. Αν παρατηρήσεις κάτι τέτοιο μην παραλήψεις να μας ενημερώσεις. Μέχρι τότε μπορείς να μας εξηγήσεις, αν θες, τη χρησιμότητα των δημοκρατικών αντιφασιστικών μετώπων και της νομικής καταδίκης της ΧΑ για την κοινωνική απελευθέρωση (πέρα βέβαια από τη συλλογή ψήφων για τον σύριζα και την ενίσχυση της αστικής δημοκρατίας), μια και εμείς δεν την αντιλαμβανόμαστε κατά τα φαινόμενα.
“Θεωρούμε ότι οι απαντήσεις μας στη φασιστική βία θα πρέπει να είναι αντικείμενο συλλογικής επεξεργασίας από τους ίδιους τους καταπιεζόμενους κι εκμεταλλευόμενους ανθρώπους”
Η συνθήκη της καταπίεσης-εκμετάλλευσης δεν είναι ικανή από μόνη της για να καταστήσει αυτόν που τη βιώνει-υφίσταται επαναστατικό ή έστω αντιφασιστικό υποκείμενο. Μπορεί κάποιος να είναι καταπιεζόμενος και να είναι φασίστας ή και να θεωρεί τη συνθήκη αυτή αναπόφευκτη, αναγκαίο κακό, «μέσα στη φύση του ανθρώπου» κλπ. Ή μπορεί να επιζητεί τη βελτίωση της συνθήκης αυτής, ή τη δική του ανέλιξη στην ιεραρχική βαθμίδα και τη μετατροπή του από εξουσιαζόμενο σε εξουσιαστή. Εξάλλου η κοινωνική εκμετάλλευση έχει πολλές βαθμίδες. Κάποιος που βρίσκεται σε μία μεσαία βαθμίδα, υφίσταται την καταπίεση από τις ανώτερες και την ασκεί στις από κάτω από αυτόν.
Οι απαντήσεις μας στην παρούσα συγκυρία θα πρέπει να είναι αντικείμενο συλλογικής επεξεργασίας από εκείνους που συνειδησιακά και αξιακά είναι ενάντιοι στην καταπίεση και στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.